ΝΟΜΟΣ 3758/2009

ΝΟΜΟΣ 3758/2009

Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις.

ΦΕΚ 68/Α/5.5.2009

Άρθρο 1
Σκοπός

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση αρχών συναλλακτικής συμπεριφοράς, κανόνων λειτουργίας και κρατικής εποπτείας των Εταιρειών Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (εφεξής “Εταιρείες”), η ρύθμιση των σχέσεων τους με τους δανειστές και τους οφειλέτες αυτών, καθώς και η απαγόρευση της εκχώρησης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε τρίτους.

Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής

Οι Εταιρείες λειτουργούν σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, του τραπεζικού απορρήτου, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα της δράσης τους στην αγορά με ταυτόχρονη διασφάλιση του σεβασμού της προσωπικότητας και της οικονομικής ελευθερίας των οφειλετών.

Άρθρο 3
Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι πιο κάτω όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:

1. “Οφειλέτες”: φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όπως δανειολήπτες, εγγυητές πιστώσεων ή καταναλωτές, όπως ορίζονται στον Αστικό Κώδικα και στην κείμενη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή.

2. “Δανειστές”: κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό που συναλλάσσεται στην αγορά και παρέχει στους πελάτες του πίστωση οποιασδήποτε μορφής, όπως πιστωτικά ιδρύματα, ανώνυμες εταιρίες παροχής πιστώσεων, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρίες κοινής ωφελείας, εταιρίες παροχής σταθερών και κινητών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εταιρίες πώλησης καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών.

3. “Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις”: κεφαλαιουχικές εταιρίες που έχουν ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών τους έναντι δανειστών, πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέρχονται από συμβάσεις πίστωσης και εγγύησης και νόμιμες εμπορικές συναλλαγές, όπως αγορές αγαθών, παροχή υπηρεσιών, χορήγηση δανείων, εγγυήσεων και πιστώσεων, χρήση πιστωτικών καρτών, καθώς και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής των οφειλών, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δανειστών, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 4 του παρόντος.

4. “Ληξιπρόθεσμη οφειλή”: το χρηματικό ποσό που οφείλει από νόμιμη αιτία ο οφειλέτης προς τον δανειστή και το οποίο έπρεπε να έχει καταβληθεί σε δήλη ημέρα ή σε ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, εφόσον είχε ταχθεί τέτοια προθεσμία και κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

5. “Ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις” (εφεξής “Ενημέρωση”): το σύνολο των εξώδικων ενεργειών στις οποίες προβαίνουν οι Εταιρείες προκειμένου να ενημερώσουν τους οφειλέτες για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών τους έναντι δανειστών, οι οποίες προσδιορίζονται από συμβάσεις και άλλα νόμιμα έγγραφα, όπως δανειστικά συμβόλαια, τιμολόγια, φορτωτικές, δελτία αποστολής, τα οποία διέπουν τη μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη σχέση.

6. “Σταθερό μέσο”: κάθε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση πληροφοριών κατά τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική αναφορά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

Άρθρο 4
Αρχές που διέπουν την Ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις

1. Η εν γένει επιχειρηματική δράση των Εταιρειών στην αγορά διέπεται από τις αρχές της επαγγελματικής δεοντολογίας, της ευπρέπειας, της συναλλακτικής ευθύτητας, της ειλικρίνειας κατά την επικοινωνία, της διαφάνειας, του σεβασμού της προσωπικότητας, της ιδιωτικής ζωής, της υγείας, της ασφάλειας, του τραπεζικού απορρήτου και της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας.

2. Η παρέμβαση των Εταιρειών αφορά αποκλειστικά και μόνο στην ενημέρωση των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών τους έναντι δανειστών και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής αυτών, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δανειστών. Απαγορεύεται στους δανειστές η σύναψη σύμβασης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου με Εταιρείες που δεν περιλαμβάνονται στο Μητρώο του άρθρου 7 του παρόντος. Δεν επιτρέπεται η ανάθεση εντολής ενημέρωσης για την ίδια ληξιπρόθεσμη οφειλή σε περισσότερες πλην μίας Εταιρείες Ενημέρωσης.

3. Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο είσπραξη από τις Εταιρείες ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς και η ανάθεση μέρους ή της όλης δραστηριότητας αυτών κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 3, σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

4. Πριν από κάθε ενέργεια Ενημέρωσης απαιτείται η από τον δανειστή προς τον οφειλέτη επιβεβαίωση των οφειλών με κάθε διαθέσιμο τρόπο και η ταυτοποίηση του οφειλέτη, καθώς και η ενημέρωσή του για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην Εταιρεία συμφώνως και προς το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε αυτός ισχύει. Η επικοινωνία με τον οφειλέτη πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με τις αρχές της παραγράφου 1, εντός εύλογου χρόνου και με συχνότητα οχλήσεων όχι πέραν της μίας ανά δεύτερη ημέρα. Η τηλεφωνική επικοινωνία στο χώρο εργασίας του οφειλέτη γίνεται, μόνο εφόσον ο συγκεκριμένος τηλεφωνικός αριθμός έχει δηλωθεί ως μοναδικός αριθμός επικοινωνίας από τον τελευταίο.

5. Η ανάθεση της Ενημέρωσης από τον δανειστή προς την Εταιρεία γίνεται εγγράφως ή μέσω σταθερού μέσου αποθήκευσης πληροφοριών, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 3. Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’) για το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας βαρύνουν αναλόγως και την Εταιρεία.

6. Δεν επιτρέπεται στον δανειστή η ανάθεση εντολής για Ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν εμπίπτουν στην έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3 ή έχουν υποβληθεί σε ρύθμιση ή διακανονισμό που τηρείται ή έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής. Δεν επιτρέπεται η ανάθεση εντολής Ενημέρωσης για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, οι οποίες απορρέουν από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι όροι που αναφέρονται στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει.

7. Ο οφειλέτης δεν επιβαρύνεται με δαπάνες για την ανάθεση της Ενημέρωσης από τον δανειστή προς την Εταιρεία.

Άρθρο 5
Αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές Εταιρειών προς οφειλέτες

Απαγορεύεται στις Εταιρείες να προβαίνουν σε αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές προς τους οφειλέτες, όπως:

1. Η, κατά την επικοινωνία με τον οφειλέτη, εμφάνιση των υπαλλήλων τους υπό ιδιότητες που δεν διαθέτουν όπως υπαλλήλων των δανειστών, δικηγόρων ή δικαστικών επιμελητών.

2. Η άσκηση σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης περί διακινδύνευσης του επαγγέλματος, των περιουσιακών στοιχείων ή της ζωής του οφειλέτη ή των οικείων του.

3. Η επίδειξη προσβλητικής συμπεριφοράς ή η χρήση προσβλητικών εκφράσεων εναντίον του οφειλέτη ή και των οικείων του.

4. Η δυσφήμιση ή η απειλή δυσφήμισης του οφειλέτη στο οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον του.

5. Η εκμετάλλευση περιστάσεων αντικειμενικής αδυναμίας του οφειλέτη.

6. Η απειλή λήψης μη νόμιμου μέτρου σε βάρος του.

7. Η παραπλανητική πληροφόρηση του οφειλέτη.

8. Οι κατ’ οίκον ή στο χώρο εργασίας του οφειλέτη επισκέψεις, καθώς και οι επισκέψεις σε άλλους χώρους αυστηρώς προσωπικούς, όπως νοσοκομεία.

9. Η όχληση των οικείων προσώπων του κατά την έννοια της περίπτωσης 4.

10. Η παραπλανητική χρήση και παρουσίαση εγγράφων που δημιουργούν εσφαλμένα την εντύπωση ότι πρόκειται για δικαστικά έγγραφα.

11. Η οποιαδήποτε επικοινωνία που περιλαμβάνει ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες αθέτησης πληρωμών.

12. Η επικοινωνία για οφειλές οι οποίες απορρέουν από γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι όροι που αναφέρονται στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως εκάστοτε ισχύει.

Άρθρο 6
Ειδικές υποχρεώσεις Εταιρειών

1. Οι Εταιρείες υποχρεούνται να διαθέτουν επαρκή διοικητική και τεχνολογική υποδομή που να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, ένα ολοκληρωμένο τηλεφωνικό κέντρο και δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι Εταιρείες υποχρεούνται να απασχολούν υπαλληλικό προσωπικό τουλάχιστον μέσης εκπαίδευσης, το οποίο οφείλουν να επιμορφώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε σχέση με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και ιδίως με τις διατάξεις του παρόντος και της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, με σκοπό την επίδειξη προσήκουσας, κατά το νόμο και τα συναλλακτικά ήθη, συμπεριφοράς έναντι των οφειλετών. Οι Εταιρείες υποχρεούνται να έχουν ελάχιστα ίδια κεφάλαια ύψους τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) ευρώ.

2. Σε κάθε προφορική επικοινωνία με τον οφειλέτη, οι Εταιρείες έχουν υποχρέωση να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης κλήσης, να παρέχουν πλήρη και σαφή Ενημέρωση στους οφειλέτες, τόσο για το ονοματεπώνυμο του καλούντος υπαλλήλου και την ιδιότητα του, όσο και για τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 7 και το σκοπό της επικοινωνίας τους. Σε κάθε δε έγγραφη επικοινωνία, είτε με επιστολή είτε με σταθερό μέσο, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 3, οι Εταιρείες υποχρεούνται, πλέον των ανωτέρω, να αναγράφουν, την πλήρη εμπορική επωνυμία τους, την ταχυδρομική διεύθυνση της καταστατικής έδρας τους, με οδό, αριθμό, πόλη, ταχυδρομικό κώδικα, τηλεφωνικό αριθμό, αριθμό τηλεομοιοτυπίας και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 7. Απαγορεύεται στις Εταιρείες να αντιποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες την επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο των δανειστών-εντολέων τους.

3. Εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη, οι Εταιρείες υποχρεούνται να παρέχουν σε αυτόν εγγράφως και ατελώς πλήρη και ακριβή αναλυτικά στοιχεία για το ύψος και την προέλευση της ληξιπρόθεσμης οφειλής, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και προσαυξήσεις, όπως αυτές έχουν προσδιορισθεί από τον δανειστή, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την πρώτη προφορική επικοινωνία.

4. Οι εκάστοτε ανατιθέμενες ενέργειες Ενημέρωσης αποτυπώνονται με σαφήνεια στη σύμβαση που διέπει τις σχέσεις δανειστή και Εταιρείας.

5. Απαγορεύεται στις Εταιρείες να ενεργούν πράξεις, οι οποίες ασκούνται αποκλειστικά από δικηγόρους ή δικαστικούς επιμελητές, όπως έρευνα στα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία, παράσταση σε δημόσιες αρχές, κοινοποίηση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων, κίνηση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΦΕΚ 235 Α’) και του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (ν. 2318/1995, ΦΕΚ 126 Α’), όπως εκάστοτε ισχύουν. Απαγορεύεται στις Εταιρείες να αναθέτουν τη δικαστική διεκδίκηση των οφειλών σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές της δικής τους επιλογής, έργο που ανήκει αποκλειστικά στους δανειστές.

6. Απαγορεύεται στις Εταιρείες η πρόσβαση σε αρχεία οικονομικής συμπεριφοράς, όπως στην “ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.”, ή σε άλλα αρχεία για τη διακρίβωση της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη.

Άρθρο 7
Μητρώο εγγραφής Εταιρειών

1. Οι Εταιρείες εγγράφονται υποχρεωτικά στο Μητρώο Εταιρειών Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις (εφεξής “Μητρώο”) στο οποίο καταχωρούνται και τα πλήρη στοιχεία των νόμιμων εκπροσώπων των Εταιρειών.

2. Το Μητρώο είναι δημόσιο βιβλίο και τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης σε ηλεκτρονική μορφή, η δε πρόσβαση σε αυτό γίνεται ατελώς. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα τήρησης και λειτουργίας του Μητρώου, κάθε λεπτομέρεια, τεχνική ή μη, σχετική με τη λειτουργία του, καθώς και οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εγγραφή Εταιρείας στο Μητρώο.

3. Οι Εταιρείες υποχρεούνται πριν από την έναρξη της δραστηριότητας τους να υποβάλουν αίτηση για την καταχώρηση τους στο Μητρώο. Στη σφραγίδα, στα έντυπα, στα έγγραφα και στις συμβάσεις που συνάπτουν οι Εταιρείες αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός εγγραφής τους στο Μητρώο.

4. Η καταχώρηση στο Μητρώο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την υποβολή της δήλωσης έναρξης εργασιών της Εταιρείας στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία και αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωση εγγραφής στο Μητρώο, που χορηγείται από το Υπουργείο Ανάπτυξης.

5. Αν η Εταιρεία δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου, ο Υπουργός Ανάπτυξης, με αιτιολογημένη απόφαση του που εκδίδεται εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κατάθεση της αίτησης καταχώρησης στο Μητρώο, αρνείται την εγγραφή της Εταιρείας σε αυτό.

6. Στην περίπτωση κατά την οποία εγγεγραμμένη Εταιρεία στο Μητρώο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να προβαίνει στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος. Η διαγραφή Εταιρείας από το Μητρώο συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Η απόφαση περί διαγραφής Εταιρείας από το Μητρώο κοινοποιείται στην αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας Αρχή και στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.

Άρθρο 8
Προστασία απορρήτου

1. Οι Εταιρείες υποχρεούνται να μεριμνούν για την προστασία του επιχειρηματικού και προσωπικού απορρήτου. Ειδικότερα, οφείλουν να απέχουν από κάθε προσβολή προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη και ιδιαίτερα των προσωπικών δεδομένων του σε ό,τι αφορά τα οικονομικά στοιχεία, όπως αριθμοί λογαριασμών, πιστωτικών καρτών, καταναλωτικά δάνεια, ηλεκτρονικές συναλλαγές, στα πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου και προσωπικής ζωής του οφειλέτη και των αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την τήρησή τους.

2. Ο δανειστής παρέχει στην Εταιρεία μόνο τα αναγκαία για την επικοινωνία στοιχεία των οφειλετών. Απαγορεύεται στις Εταιρείες η γνωστοποίηση των στοιχείων σε τρίτους, με ή χωρίς αντάλλαγμα, καθώς και η χρήση τους για άλλους σκοπούς. Ως τρίτοι, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, θεωρούνται και οι θυγατρικές εταιρίες των Εταιρειών.

3. Εφόσον οι Εταιρείες προβαίνουν, στο πλαίσιο ανάθεσης από τους δανειστές, σε ρύθμιση ή διακανονισμό οφειλής, επιτρέπεται η καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με τον οφειλέτη, μετά από ενημέρωση του, για το σκοπό παροχής αποδεικτικών στοιχείων της πραγματοποιηθείσας εμπορικής συναλλαγής. Στις περιπτώσεις απλής ενημέρωσης για την οφειλή η καταγραφή δεν επιτρέπεται. Υπεύθυνος επεξεργασίας του σχετικού αρχείου είναι ο δανειστής, ο οποίος μπορεί να αναθέσει την τήρηση του στην Εταιρεία. Ο δανειστής οφείλει να ενημερώσει τον οφειλέτη για την εν λόγω επεξεργασία.

Άρθρο 9
Σχέσεις Εταιρειών με δανειστές

1. Κάθε Εταιρεία οφείλει να παρέχει διαφανείς, επαγγελματικές και αποτελεσματικές υπηρεσίες προς τους δανειστές. Η τυχόν ύπαρξη διακανονισμού μεταξύ οφειλέτη και δανειστή αναστέλλει κάθε ενέργεια της Εταιρείας προς όχληση του οφειλέτη για όσο χρονικό διάστημα τηρείται ο διακανονισμός.

2. Με επιμέλεια και ευθύνη του δανειστή, οι επί τη βάσει της σύμβασης μεταξύ αυτού και της Εταιρείας επί μέρους εντολές πρέπει να καθορίζουν με πληρότητα, τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου απαιτήσεις κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα.

3. Κάθε δανειστής υποχρεούται να παρέχει εντολή προς ενημέρωση μόνο για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3, οι οποίες δεν απορρέουν από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι όροι που αναφέρονται στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, τηρώντας τις διατάξεις περί απορρήτου και περί προστασίας προσωπικών δεδομένων των πελατών του. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής επάγεται αστική ευθύνη του δανειστή προς αποζημίωση της Εταιρείας και του οφειλέτη.

Απαγορεύεται στους δανειστές, επί ποινή ακυρότητας, να συνάπτουν συμβάσεις με Εταιρείες, οι οποίες δεν είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο του άρθρου 7 του παρόντος. Η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει την επιβολή των προβλεπόμενων στο άρθρο 10 κυρώσεων, τόσο σε βάρος των δανειστών όσο και σε βάρος των Εταιρειών.

4. Δεν επιτρέπεται στις Εταιρείες να παρεκκλίνουν από τις εντολές του δανειστή ούτε και η αμοιβή τους να συνδέεται με την επιλογή εκ μέρους του οφειλέτη συγκεκριμένου τρόπου αποπληρωμής. Απαγορεύεται η εκχώρηση από δανειστή ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων προς είσπραξη, είτε προς Εταιρείες Ενημέρωσης υπό την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 3 είτε προς οποιονδήποτε τρίτο.

5. Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου θεμελιώνει και εις ολόκληρον ευθύνη του δανειστή και της Εταιρείας έναντι του οφειλέτη.

Άρθρο 10
Κυρώσεις

1. Με την επιφύλαξη των κειμένων διατάξεων για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως των νόμων 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’) και 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α’) και άλλων ειδικότερων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης επιβάλλεται σε βάρος των Εταιρειών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται και ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να διατάξει και την προσωρινή διαγραφή της Εταιρείας από το Μητρώο για χρονικό διάστημα από ένα (1) έως έξι (6) μήνες και, σε περίπτωση περαιτέρω υποτροπής, μπορεί να διατάξει την οριστική διαγραφή της Εταιρείας.

2. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α’) και μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.

3. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των Εταιρειών από τον παρόντα νόμο και την κείμενη νομοθεσία.

Άρθρο 11
Υπηρεσία Τήρησης του Μητρώου

Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης συνιστάται αυτοτελές Τμήμα Μητρώου για την τήρηση και διαχείριση του Μητρώου, τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, τη διαχείριση του Μητρώου, τη διαχείριση των υποβαλλόμενων καταγγελιών, τη διενέργεια ελέγχων για την τήρηση της κείμενης νομοθεσίας και την καταχώρηση των κυρώσεων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 10, καθώς και τη διαγραφή από το Μητρώο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 7. Το τμήμα αυτό στελεχώνεται από υπαλλήλους που υπηρετούν στο Υπουργείο Ανάπτυξης, υπό κάθε υπηρεσιακή κατάσταση που προβλέπεται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, ΦΕΚ 26 Α’). Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες για την οργάνωση, τη λειτουργία του τμήματος, τη διαδικασία ελέγχου, τη συνεργασία των κλιμακίων ελέγχου με συναρμόδιες υπηρεσίες και φορείς, την έναρξη λειτουργίας του, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα και ειδική λεπτομέρεια. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα θέματα αμοιβής των μελών των κλιμακίων ελέγχων.

Άρθρο 12
Μεταβατικές διατάξεις

Εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της υπουργικής απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου όλες οι Εταιρείες που ήδη τελούν σε λειτουργία οφείλουν να καταθέσουν στο Υπουργείο Ανάπτυξης τα προβλεπόμενα στην απόφαση αυτή δικαιολογητικά για την εγγραφή τους στο Μητρώο και τη λήψη βεβαίωσης εγγραφής τους σε αυτό.

Άρθρο 13
Λοιπές διατάξεις

Στο τέλος του στοιχείου γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 4α του ν. 2251/1994 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Η προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εφόσον η κοινοποίηση έχει αποσταλεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας.”

Άρθρο 14

1. Οι υπηρετούντες την 1η Νοεμβρίου 2008 στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης και στους υπόλοιπους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, που είχαν συμπληρώσει κατά την ημερομηνία εκείνη υπηρεσία είκοσι τεσσάρων μηνών ύστερα από πρόσληψή τους από το Υπουργείο Πολιτισμού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, μπορούν από την παραπάνω ημερομηνία να παραμείνουν στις ίδιες θέσεις με όμοια σύμβαση ετήσιας διάρκειας και δυνατότητα παράτασης για ένα επιπλέον έτος, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της αναγνωρίσεως των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου.

2. Οι ανωτέρω συμβάσεις ετήσιας διάρκειας μπορούν να καταρτισθούν από το Υπουργείο Πολιτισμού και αναδρομικά από 1ης Νοεμβρίου 2008, εφόσον οι ανωτέρω υπηρετούντες παρείχαν την εργασία τους και μετά την 1η Νοεμβρίου 2008 και πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού και στους παραμένοντες με τις συμβάσεις αυτές καταβάλλονται από την έναρξη ισχύος τους οι αποδοχές που ελάμβαναν την 1.11.2008.

Άρθρο 15

Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 του ν. 3668/2008 (ΦΕΚ 115 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται βάσει των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, για παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται στην περιφέρεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιά και ενώπιον του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, για παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται στις περιφέρειες των λοιπών Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της χώρας, εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

2. Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου ή ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας, κατά περίπτωση, αποφαίνεται επί της προσφυγής με έγγραφη πράξη του, η οποία εκδίδεται εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την υποβολή της προσφυγής.”

Άρθρο 16

Στο κτίριο της Ωνασείου Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, στο Ο.Τ. 132 περ. 47 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων, επιτρέπονται κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων τα παρακάτω:

1. Η λειτουργία πολιτιστικών εκδηλώσεων και υποστηρικτικών λειτουργιών αυτών στο πρώτο και δεύτερο υπόγειο του κτιρίου (εκθεσιακοί χώροι, αίθουσα διαλέξεων, χώρος επαγγελματικής ψηφιοποίησης οπτικοακουστικού υλικού κ.λπ.).

…………………………………………………..

Άρθρο 17
Εισοδηματική πολιτική

1. Στους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., στα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, με εξαίρεση τους δικαστικούς λειτουργούς, το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και τους ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), χορηγείται για το έτος 2009, εφάπαξ ποσό έκτακτης οικονομικής παροχής με βάση το ύψος των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους, συμπεριλαμβανομένων και των πάσης φύσεως επιδομάτων, πλην οικογενειακής παροχής, που καταβάλλονταν την 31.12.2008, ως κάτωθι:

α) Για σύνολο μηνιαίων αποδοχών μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 e), ποσό πεντακοσίων ευρώ (500 e).

β) Για σύνολο μηνιαίων αποδοχών από χίλια πεντακόσια ένα ευρώ (1.501 e) μέχρι χίλια επτακόσια ευρώ (1.700 e), ποσό τριακοσίων ευρώ (300 e).

2. Τα ανωτέρω ποσά δεν υπόκεινται σε καμία κράτηση, τέλος και φόρο εισοδήματος.

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των ποσών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18
Έκτακτη Οικονομική Εισφορά

1.α. Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα των φυσικών προσώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδημα σχολάζουσας κληρονομιάς.

Επίσης στο εισόδημα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ’ Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α’).

β. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 εφόσον αυτό είναι εξήντα χιλιάδες ευρώ (60.000 e) και άνω.

γ. Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήματος δεν προσμετρούνται τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε.

2. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 e) για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από εξήντα χιλιάδες ένα ευρώ (60.001 e) έως ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 e), στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 e) για εισόδημα από ογδόντα χιλιάδες ένα ευρώ (80.001 e) έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 e), στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 e) για εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001 e) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 e), στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 e) για εισόδημα από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001 e) έως τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 e), στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10,000 e) για εισόδημα από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001 e) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000 e), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 e) για εισόδημα από πεντακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (500.001 e) έως εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (700.000 e), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 e) για εισόδημα από εφτακόσιες χιλιάδες ένα (700.001 e) έως εννιακόσιες χιλιάδες ευρώ (900.000 e) και στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 e) για εισόδημα άνω των εννιακοσίων χιλιάδων ένα ευρώ (900.001 e).

3.α. Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε.

β. Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο.

γ. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που βεβαιώνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1.

δ. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84 και 85 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α’), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή αυτής της εισφοράς, επιφυλασσομένων όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Η εισφορά που προκύπτει μετά από έλεγχο που διενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να επιβάλλεται και με το οικείο φύλλο ελέγχου της φορολογίας εισοδήματος.

4.α. Η εισφορά που επιβάλλεται με αυτόν το νόμο καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση της εισφοράς και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου και του πέμπτου μήνα, αντίστοιχα.

β. Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κ.Φ.Ε., η σύζυγος ευθύνεται για την καταβολή του ποσού της εισφοράς που προκύπτει με βάση το συνολικό εισόδημά της.

Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κ.Φ.Ε., ο ή η σύζυγος ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή της εισφοράς που αναλογεί επιμεριστικώς στο εισόδημά του ή στο εισόδημά της.

Οι υπόχρεοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. ευθύνονται εις ολόκληρον με εκείνους που βαρύνονται με την εισφορά και την καταβολή της, έχουν όμως δικαίωμα αναγωγής.

Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου, οι κληρονόμοι του ευθύνονται για την καταβολή της εισφοράς, ανάλογα με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας.

γ. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της έκτακτης εισφοράς.

Άρθρο 19
Ισχύς

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις του.

Αθήνα, 30 Απριλίου 2009

Δείτε ακόμα

ΝΟΜΟΣ 4238/2014 Π.Ε.Δ.Υ. αλλαγή σκοπού ΕΟΠΥΥ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4238/2014

ΝΟΜΟΣ 4223/2013 Ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων

  ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4223/2013