Σπουδαίος λόγος καταγγελίας συμβάσεως εργασίας, χωρίς αποζημίωση, αιτιώδης δικαιοπραξία, λόγος απόλυσης, απαλλαγή, πότε υπερήμερος ο εργοδότης, προϋποθέσεις νομιμότητας και κρίσεις δικαστηρίων

Σπουδαίος λόγος καταγγελίας συμβάσεως εργασίας

Χωρίς αποζημίωση – Αιτιώδης δικαιοπραξία – Λόγος απόλυσης – Απαλλαγή – Πότε υπερήμερος ο εργοδότης – Προϋποθέσεις νομιμότητας και κρίσεις δικαστηρίων

Βασίλειου Γαμβρούδη,
τ. Δντή Υπ. Εργασίας

Όπως είναι γνωστό επί εγκύρων συμβάσεων εργασίας εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η καταγγελία της συμβάσεως είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, μπορεί να γίνει οποτεδήποτε με την καταβολή της νομίμου αποζημιώσεως. Με την τήρηση των προβλεπόμενων διατυπώσεων. Από τον ν.2112/20 και 3198/55 προκύπτει ότι η αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση, αν υπάρχει σπουδαίος λόγο, και εξαιτίας αυτού υποβληθεί μήνυση εκ μέρους του εργοδότη για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατηγορία κατ’ αυτού για αδίκημα το οποίο χαρακτηρίζεται τουλάχιστον ως πλημμέλημα.

Αν ο εργαζόμενος απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση των κατηγοριών, δικαιούται να ζητήσει την αποζημίωση. Η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του εργαζομένου η οποία γίνεται λόγω υποβολής εναντίον του μηνύσεως ή απαγγελία κατ’αυτού κατηγορίας, είναι κατ’εξοχήν νόμιμη και απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση πληρωμής αποζημιώσεως. Στην περίπτωση απαλλαγής του εργαζομένου από την κατηγορία η καταγγελία γίνεται άκυρη, αν ο εργοδότης δεν του καταβάλει, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης, την οφειλόμενη αποζημίωση.

Εάν η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως έγινε λόγω υποβολής μηνύσεως κατά του εργαζομένου, αλλά εν γνώσει της αθωότητάς του από τον εργοδότη, ενώ γνώριζε τον αναληθή και ανυπόστατο χαρακτήρα της και κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας προσχηματικά, με στόχο την αποφυγή της νόμιμης υποχρέωσής του για καταβολή της αποζημιώσεως, τότε η απόλυση είναι άκυρη, ως καταχρηστική.

Όπως τονίστηκε οι συμβάσεις εργασίας μπορούν να καταγγελθούν στις περιπτώσεις που υπάρχει σπουδαίος λόγος, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 672 Α.Κ. και κρίνεται από τον δικαστή αντικειμενικά, λαμβανομένης υπόψη της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές και τα συναλλακτικά ήθη. Στις μεν αορίστου χρόνου συμβάσεις εργασίας η καταγγελία για σπουδαίο λόγο γίνεται αζημίως για τον εργαζόμενο και στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου πριν από τη λήξη του χρόνου συνομολόγησης.

Για την καταγγελία της συμβάσεως από το μισθωτό για σπουδαίο λόγο απαιτείται κυρίως μεν η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων από τον εργοδότη ή η βάναυση, σκληρή και υβριστική συμπεριφορά του και κάθε κακόβουλη πράξη και συμπεριφορά του εργοδότη που αποβλέπει στο να εξαναγκάσει το μισθωτό σε παραίτηση, αλλά και άλλα περιστατικά, λόγω των οποίων δεν μπορεί να απαιτηθεί από αυτόν η εξακολούθηση της σχέσεως. Ο μισθωτός στην περίπτωση αυτή δικαιούται να απόσχει από την εργασία του και να ζητήσει αποζημίωση κατά τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ.

Σπουδαίοι λόγοι καταγγελίας αποτελούν τα περιστατικά εκείνα – ακόμη και μεμονωμένα – τα οποία ανεξαρτήτως της προέλευσής τους ή της ύπαρξης υπαιτιότητας καθιστούν, σύμφωνα και με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης μέχρι την κανονική της λήξη. Για τον προσδιορισμό του σπουδαίου λόγου συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης. Τα περιστατικά μπορεί να είναι και τυχαία ή να οφείλονται σε ανώτερη βία, χωρίς να ενδιαφέρει στη σφαίρα ποιου από τα δύο μέρη γεννήθηκαν. Ο έλεγχος ως προς την ορθή ή μη υπαγωγή ανήκει στα δικαστήρια. Τέτοιος λόγος συντρέχει και όταν επήλθε κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν ο μισθωτός παραβαίνει την υποχρέωση πίστεως έναντι του εργοδότη, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία, λόγω συνδρομής ορισμένων περιστατικών, τα οποία μπορεί να ανάγονται και στο πρόσωπο ή τις σχέσεις του εργοδότη, η συνέχιση της εργασιακής σχέσεως αποβαίνει μη ανεκτή από αυτόν.

Ο εργοδότης που καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας εγκύου, λεχούς ή γαλοχούσας για σπουδαίο λόγο υποχρεούται να αιτιολογήσει την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε κοινοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΠΔ 176/97).

Κατά το άρθρο 66 του ν.4808/21 η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των συνδικαλιστικών στελεχών είναι άκυρη, όταν δεν συντρέχει σοβαρός λόγος όπως ορίζονται στο άρθρ. 15 του ν.1483/84.

Σπουδαίος λόγος είναι η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων αλλά και περιστατικά που καθιστούν, κατ’αντικειμενική κρίση, μη ανεκτή τη συνέχιση της συμβάσεως, όπως πχ πταίσμα.

Καλή πίστη είναι η ευθύτητα που σε μία πολιτισμένη κοινωνία πρέπει να διέπει τις συναλλακτικές σχέσεις.

Συναλλακτικά ήθη είναι οι ειθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας που διέπουν τις σχέσεις των μερών σε μια εργασιακή σχέση.

Πορίσματα Νομολογίας

Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη (ΑΠ 889/17 – ΑΠ 21/18 – Εφετ. Αθην.17/05).

Η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων της εργαζομένης εγκύου, όπως η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της ή η μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη, με την προϋπόθεση, βέβαια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν είναι απότοκος της εγκυμοσύνης, αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Η επίκληση σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης της εργαζομένης εγκύου αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη, που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας (ΑΠ 889/17).

Δεν συνιστά την έννοια του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας πριν παρέλθει ο χρόνος προστασίας από τη γέννηση του τέκνου, εργαζομένης μητέρας, από την απόλυση, η διακοπή της λειτουργίας μιας εκ των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, ανεξάρτητα αν αυτή (διακοπή) οφείλεται σε υπαιτιότητα ή μη της επιχείρησης, εφόσον η εν λόγω διακοπή ανήκει στο συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο του εργοδότη (ΑΠ 1217/2021).

Η για σπουδαίο λόγο καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης, πριν τη λήξη του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ν.2112/20 και 3198/55, σύμφωνα με τις οποίες για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης αορίστου χρόνου απαιτείται καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 864/18).

Από τις διατάξεις των ν.2112/20 και 3198/55 συνάγεται ότι ο εργοδότης έχει δικαίωμα να απολύσει μισθωτό κατά του οποίου έχει υποβληθεί μήνυση από τον ίδιο για αξιόποινη πράξη, που έχει σχέση με την παροχή της εργασίας, είτε έχει απαγγελθεί κατηγορία για άλλη αξιόποινη πράξη σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, χωρίς να καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση. Αν ακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως. Και μόνο αν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή αποζημίωσης, μέσα σε εύλογο χρόνο από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήμερος ως εργοδότης (ΑΠ 594/19).

Για το κύρος της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας για σπουδαίο λόγο πρέπει να προκύπτει η συνδρομή του σπουδαίου λόγου που να καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της συνεργασίας των συμβαλλομένων μερών και δικαιολογεί τη λύση της συμβάσεως εργασίας. Ο εργοδότης ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, ως καταγγέλλων την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει σπουδαίος λόγος. Οι αόριστες αιτιάσεις πχ περί ελλείψεων στην οργάνωση, χωρίς οι ελλείψεις αυτές να προσδιορίζονται επακριβώς, ώστε να αξιολογηθούν από το δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως περιστατικά συνιστώντα σπουδαίο λόγο (ΑΠ 806/14).

Κατά το άρθρο 6 του ν.2112/20 μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει χωρίς προμήνυση τη σύμβαση αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν.3198/55, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ, όπως όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες, παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του, οπότε η απόλυση είναι άκυρη από τον ανεξάρτητο αυτό λόγο (ΑΠ 444/16).

Σπουδαίο λόγο αποτελούν τα περιστατικά εκείνα ή ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, εξ’αιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ’αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλομένων μερών η συνέχιση της σύμβασης μέχρι τη συμφωνημένη ή την εκ του νόμου υποχρεωτική λήξη της. Τέτοιο λόγο καταγγελίας μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη αλλά ακόμη και η υποψία τέλεσης ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν ο μισθωτός παραβαίνει την υποχρέωση πίστης έναντι του εργοδότη, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία, λόγω συνδρομής ορισμένων περιστατικών, που μπορεί να ανάγονται στο πρόσωπο ή τις σχέσεις του εργοδότη, η συνέχιση της εργασιακής σχέσης αποβαίνει, με βάση τα πιο πάνω αντικειμενικά κριτήρια μη ανεκτή προς αυτόν. Στην περίπτωση δε επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της (ΑΠ 1115/13 – ΑΠ 62/09).

Και η υποβολή μήνυσης εν γνώσει της αθωότητας του εργαζομένου, προκειμένου προσχηματικά να αποφευχθεί η χορήγηση αποζημίωσης, ελέγχεται ως καταχρηστική, όπως και η προσχηματική υποβολή μήνυσης με στόχο την ικανοποίηση κινήτρου αποδοκιμαζομένου από την έννομη τάξη (λχ. εχθρότητας προς τον εργαζόμενο, ικανοποίηση αισθήματος εκδίκησης κλπ) για να απαλλαγεί από τον ανεπιθύμητο μισθωτό του. Για την προξενηθείσα ηθική βλάβη ο μισθωτός δικαιούται ανάλογη χρηματική ικανοποίηση (Εφετ. Αθηνών 4732/13).

Η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι κρίση νομική, ανήκει στο δικαστήριο που ελέγχεται αναιρετικώς (ΑΠ 431/12 – ΑΠ 1515/03).

Η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Αρκεί δε ακόμη και ένα περιστατικό, το οποίο αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει (ΑΠ 308/11 – 715/08).

Σπουδαίο λόγο αποτελεί και η μη συμμόρφωση προς τις οδηγίες του εργοδότη, η αμελής ή πλημμελής και μη προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας (ΑΠ 308/11).

Σπουδαίο λόγο αποτελεί και η επανειλημμένη απουσία από την εργασία (ΑΠ 1221/04 – ΑΠ 805/03 – ΑΠ 245/02 – ΑΠ 205/99 – ΑΠ 1051/88 – Εφετ. Αθην.6523/89 – Εφετ. Αθην.2720/04).

Οι οικονομοτεχνικοί λόγοι δεν συνιστούν σοβαρό λόγο καταγγελίας της συμβάσεως ορισμένου χρόνου (ΑΠ 66/21).

Η ύπαρξη ψυχικών προβλημάτων που καθιστούν αδύνατη την άσκηση των καθηκόντων της εγκύου ή της τεκούσας συνιστούν σοβαρό λόγο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 966/98).

Η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ομοίας και ανταγωνιστικής προς εκείνην του εργοδότου από τον σύζυγο εγκύου (ΑΠ 1177/98).

Σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του(σπουδαίος λόγος) και η εν συνεχεία απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, δίδει το δικαίωμα στον εργαζόμενο να ζητήσει την πλήρη αποζημίωση του ν.2112/20 και όχι τη μειωμένη κατά 50% του ν.435/76 του συμπληρώσαντος τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (ΑΠ 1202/09).

Προκειμένου περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας για αξιόποινο πράξη, συνεπεία υποβολής μηνύσεως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο αυτής η αναγραφή των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες κατηγορείται ο εργαζόμενος, αλλά αρκεί να γνωστοποιείται εγγράφως ότι η απόλυσή του γίνεται μετά από μήνυση την οποίαν υπέβαλε ο καταγγέλλων εργοδότης (ΑΠ 1722/08).

Η από μέρους του απολυθέντος βάναυση προσβολή προσωπικότητας υπαλλήλου της εταιρείας ή δυσφήμιση της αναπληρώτριας Διευθύνουσας συμβούλου και η αρνητική συμπεριφορά του προς διευθυντικά στελέχη της εταιρείας συνιστούν και σπουδαίο λόγο καταγγελίας της ορισμένου χρόνου συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 1376/07).

Για τον προσδιορισμό του σπουδαίου λόγου συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης. Τα περιστατικά μπορεί να είναι και τυχαία ή να οφείλονται σε ανώτερη βία, χωρίς να ενδιαφέρει στη σφαίρα ποιου από τα δύο μέρη γεννήθηκαν. Ο σπουδαίος λόγος είναι αόριστη νομική έννοια, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ορθή ή μη υπαγωγή σ’αυτή των συγκεκριμένων περιστατικών υπάγεται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Τέτοιος λόγος συντρέχει και όταν επήλθε κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ 62/09).

Και στη σύμβαση ορισμένου χρόνου εφαρμόζεται, χωρίς περιορισμούς, η διάταξη του άρθρου 672 Α.Κ. για λύση της συμβάσεως με καταγγελία ένεκα σπουδαίου λόγου, τον οποίον αποτελεί και η από το μισθωτό εκ δόλου τέλεση σε βάρος της επιχείρησης σοβαρής αξιόποινης πράξεως, κατά την άσκηση της υπηρεσίας του, αλλά και η αθέτηση της συμβάσεως εκ μέρους του εργαζομένου (ΑΠ 8/07).

Το δικαίωμα της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο και από τα δύο μέρη, δεν μπορεί να αποκλεισθεί δια συμφωνίας (ΑΠ 549/72). Η παραίτηση από το δικαίωμα αυτό είναι άκυρη (ΑΠ 1610/88).

Ο εργοδότης οφείλει να επικαλεσθεί τον σπουδαίο λόγο εξ’αφορμής του οποίου κατήγγειλε τη σύμβαση. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να αναφέρεται μετά πληρότητος στην καταγγελία, η οποία είναι αιτιώδης. Τα προς θεμελίωση του σπουδαίου λόγου περιστατικά, δεν απαιτείται να αναφέρονται εις το έγγραφο της καταγγελίας και πρέπει να κρίνονται όχι μεμονωμένα αλλά πάντοτε σε συσχετισμό με όλες τις συνθήκες κάθε περιπτώσεως που υφίστανται κατά το χρόνο της καταγγελίας, προς ενίσχυση της ορθής εκτίμησης (ΑΠ 308/61 – ΑΠ 27/60 – Εφετ. Αθην.1278/73 – Εφ. Θεσ/νίκης 466/72).

Δεν είναι άκυρη η καταγγελία εάν ο εργοδότης δεν αναφέρει στον απολυόμενο τον ειδικό σπουδαίο λόγο της καταγγελίας. Το βάρος της αποδείξεως της ύπαρξης σπουδαίου λόγου φέρει ο καταγγέλλων τη σύμβαση (Εφ. Αθην.263/78).

Η καταγγελία σύμβασης ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο μπορεί να αποκρουσθεί ως καταχρηστική (ΑΠ 723/83 – Εφετ. Θεσ/νίκης 2044/86).

Ο σπουδαίος λόγος δεν είναι απαραίτητο να έχει ως αιτία μόνον ουσιώδη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων ή την πρόκληση βλάβης από πρόθεση ή από αμέλεια, αλλά και οποιαδήποτε συμπεριφορά που να έχει τέτοια σημασία για τη λειτουργία της συμβάσεως, ώστε αφού ληφθούν υπ’όψη οι περιστάσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, να μη δικαιολογείται ο υπαίτιος αξιώνοντας τη διατήρησή της, ανεξαρτήτως αν υπάρχει ή όχι πταίσμα του (ΑΠ 10/95 – ΑΠ 1610/88 – ΑΠ 276/88 – ΑΠ 36/88).

Με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδοτήσεως δεν αίρεται η ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών (ΑΠ 918/95).

Η συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδοτήσεως των συνδικαλιστικών στελεχών δεν συνιστά, αυτή καθ’εαυτή, σπουδαίο λόγο καταγγελίας, ώστε να οφείλεται μειωμένη αποζημίωση. Για να προβεί ο εργοδότης σε έγκυρη καταγγελία δεν αρκεί η συμπλήρωση προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδοτήσεως, αλλά απαιτείται να συντρέχει σπουδαίος λόγος (ΑΠ 1101/2013).

Απόλυση για σπουδαίο λόγο (μήνυση) και επίδομα ανεργίας

Οι διατάξεις που αφορούν την ασφάλιση κατά της ανεργίας του ΟΑΕΔ (ΝΔ 2961/54 κλπ.) προβλέπουν ότι ο οργανισμός αυτός βαρύνεται με τις δαπάνες επιδότησης του εργαζομένου, που χάνει την εργασία του, για ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν καταστεί άνεργος.

Τις προϋποθέσεις επιδότησης ανεργίας προβλέπει το άρθρο 39 του ν.3986/11 (ΕΑΕΔ 2011 σελ. 745).

Στην ασφάλιση κατά της ανεργίας υπάγονται οι παρέχοντες εξαρτημένη εργασία.

Για την επιδότηση απαιτείται ακούσια απομάκρυνση του ανέργου από την εργασία (απόλυση) η οποία γίνεται εγγράφως και κοινοποιείται στον ΟΑΕΔ. Από αυτό προκύπτει ότι όταν η απομάκρυνση από την εργασία είναι οικειοθελής αποχώρηση δεν δικαιούται επιδόματος ανεργίας.

Στην περίπτωση κατά την οποία η απόλυση είναι ακούσια, πλην όμως έγινε από τον εργοδότη για αξιόποινη πράξη σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος του εργαζομένου και για το σκοπό αυτό υποβλήθηκε μήνυση δεν δικαιούται αποζημίωση.

Η απόλυση για σπουδαίο λόγο γίνεται από τον εργοδότη για ουσιώδη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου ή και για περιστατικά που καθιστούν κατ’αντικειμενική κρίση μη ανεκτή τη συνέχιση της σύμβασης. Επομένως η απόλυση οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργαζομένου και για το λόγο αυτό δεν δικαιούται ούτε την αποζημίωση, αλλά ούτε και το επίδομα ανεργίας.

Παρά ταύτα εάν με δικαστική απόφαση απαλλαγεί ο εργαζόμενος της κατηγορίας ή και με βούλευμα, η επιδότηση ανεργίας καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ. Από μέρους του εργαζομένου θα πρέπει εντός μηνός από τη δημοσίευση της απαλλαγής να γνωστοποιηθεί αυτή στον ΟΑΕΔ.

Δείτε ακόμα

25η Μαρτίου 2021 – ημέρα Πέμπτη

25η Μαρτίου 2021 – ημέρα Πέμπτη Οπως προβλέπει το άρθρο 2 του ν.δ. 3755/1957, μετά …

Μελέτη Αδήλωτη εργασία, διαπίστωση παράβασης – πρόστιμα, έκπτωση προστίμου – προσφυγής

Πρέπει να είστε μέλος για να δείτε το άρθρο! Παρακαλώ Συνδεθείτε .