ΟΑΕΔ και προγράμματα STAGE - Οι συμβάσεις προσλαμβανομένων συνιστούν συμβάσεις μαθητείας για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Οι προσλήψεις προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία και εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στον φορέα που τοποθετήθηκαν και δεν μπορούν ούτε κατ' εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την καταβολή των νομίμων αποδοχών, των επιδομάτων εορτών και αδείας. Α.Π. 336/2024 Πρόεδρος: Ο κ. Αριστείδης Βαγγελάτος Εισηγητής: Ο κ. Αριστείδης Βαγγελάτος Δικηγόροι: Ο κ. Σταύρος Κελαϊδής - Ο κ. Σπ. Παυλάτος Σύμφωνα με το Ν.3812/09 η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά (ΑΠ 544/2021, 918/2017). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία, που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου ή προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ' εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΑΠ 1086/2022, 544/2021), στην περίπτωση, δε, που παρέχεται εξηρτημένη εργασία, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας (σχέση εργασίας) και το Δημόσιο ή τα άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α' και 908 εδ. α' ΑΚ, στην απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισαν από την εργασία του μισθωτού, συνιστάμενη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλαν σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού και χωρίς η νομιμότητα της σχετικής αγωγής να επηρεάζεται από το γεγονός, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα έγκυρης πρόσληψης άλλου μισθωτού στη θέση του ακύρως απασχοληθέντος (ΟλΑΠ 4/2021, ΑΠ 735/2022). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού, και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι' αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη (ΑΠ 640/2022, 378/2022). Αντιθέτως, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης (ΟλΑΠ 4/2021, ΑΠ 927/2022, 640/2022, 633/2020) και για τα επιδόματα εορτών και αδείας (ΑΠ 1482/2019, 1395/2019, 941/2015), που προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, οπότε η εκμάθηση εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές, εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αμοιβής, και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 640/2022, 544/2021, 217/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (ΑΠ 933/2022, 640/2022). Εξάλλου, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή παρέχει στα κράτη - μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C-212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C-197/15). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Οι διατάξεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, δεν επιβάλλουν τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 933/2022, 640/2022, 544/2021). Την πλήρη, δε, αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του π.δ. 164/2004 που καθορίζουν τα δικαιώματα του μισθωτού και τις προβλεπόμενες κυρώσεις για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου (ΑΠ 640/2022, 541/2021). Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι με βάση τη ρήτρα 2 της ως άνω Οδηγίας παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής αυτής τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας (περ. α), ως και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης (περ. β), της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 164/2004, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 αυτού, τις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΑΠ 933/2022, 922/2022). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή τους ως μη νόμιμη ως προς την κυρία βάση της με την αιτιολογία ότι οι συμβάσεις τους αποτελούν συμβάσεις μαθητείας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ενώ όφειλε να εφαρμόσει την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του ν. 2112/1920, καθότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, να αναγνωρίσει το εν τοις πράγμασι εργασιακό τους καθεστώς, ήτοι την απασχόλησή τους υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να επιδικάσει τα αιτούμενα ποσά για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων εορτών και αδείας και αποζημίωσης αδείας για τα έτη 2004 έως 2010. Ακολούθως, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι με το να κρίνει ότι αυτοί συνδέονται με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με συμβάσεις μαθητείας, παρά το γεγονός ότι κάλυπταν κατά το διάστημα της απασχόλησής τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ τις οποίες δεν εφάρμοσε στην ένδικη περίπτωσή τους παρότι οι διατάξεις της ως άνω Οδηγίας ήταν εφαρμοστέες, ενόψει της κάλυψης εκ μέρους τους παγίων αναγκών του εναγομένου και δεδομένου ότι η ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής απαγορεύει την κατάχρηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου. Αμφότεροι οι ως άνω πρώτος και τρίτος λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κυρία βάση αυτής, που στηριζόταν στο ότι τα συμφωνητικά συνεργασίας προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας που είχαν συνάψει οι ενάγοντες με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. (Ο.Α.Ε.Δ.) έγιναν κατ'επίφαση καθότι τα συμφωνητικά αυτά περιείχαν όλα τα στοιχεία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι αυτοί παρείχαν τις υπηρεσίες τους με τον ίδιο τρόπο που παρείχε την εργασία του το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αλλά και το με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου προσωπικό του εναγομένου, δεν έσφαλε, καθότι, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτών με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.3 του ν. 2112/1920, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει ,στις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 ΑΚ και του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, ακόμη και εάν οι ενάγοντες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου Ν.Π.Δ..Δ (Ο.Α.Ε.Δ.), ούτε μπορεί να επιδικασθούν διαφορές αποδοχών στηριζόμενες στην ως άνω κύρια βάση, εφόσον ακόμα και σε περίπτωση παροχής εξηρτημένης εργασίας, υπάρχει, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, απλή σχέση εργασίας, με βάση την οποία (απλή σχέση εργασίας) οφείλονται α) διαφορές αποδοχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και β) τα επιδόματα εορτών και αδείας και η αποζημίωση (μη ληφθείσας) αδείας εκ του νόμου. Ούτε, επίσης, το Εφετείο, με την μη εφαρμογή, στην κρινόμενη υπόθεση, του άρθρου 8 παρ.3 του ν. 2112/1920 παραβίασε τις ρυθμίσεις της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, καθότι αυτές αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6 και 7 του π.δ/τος 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα, όπου απασχολούνται. Τέλος, σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 αυτής και το άρθρο 2 του π.δ/τος 164/2004 εξαιρούνται οι συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΑΕΔ), όπως στην προκειμένη περίπτωση. Με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, Ο 3/1997, ΑΠ 16/2023, 308/2020). Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια η απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, της ανταγωγής ή της ένστασης, τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται, ως λόγοι έφεσης, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά, που προκύπτουν από τις αποδείξεις, τα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενό τους και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 9/2023, 409/2022, 268/2020, 517/2019), ούτε το περιεχόμενο νομικής διάταξης για την οποία γεννάται ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 409/2022), αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΑΠ 9/2023, 308/2020) και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΑΠ 9/2023, 179/2019). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό έστω και εσφαλμένα (ΑΠ 1148/2022, 990/2022), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 954/2023, 990/2022, 85/2020), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 954/2023, 990/2022, 1108/2020). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτούς και ειδικότερα τον αγωγικό ισχυρισμό τους ότι καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους στο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ παρείχαν εξηρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού και ότι εικονικά και κατ'επίφαση οι συμβάσεις τους είχαν χαρακτηρισθεί ως συμφωνητικά μαθητείας για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ενώ παρείχαν στην πραγματικότητα εξηρτημένη εργασία. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το Εφετείο, εξέτασε τους ως άνω ισχυρισμούς που εμπεριέχονταν τόσο στην κυρία βάση της αγωγής, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη όσο και στην επικουρική εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της αγωγής, την οποία απέρριψε ως κατ'ουσία αβάσιμη κρίνοντας ότι "...οι διάδικοι δεν συνδέονταν μεταξύ τους με σχέση εργασίας επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά οι συμβάσεις αποτελούν συμβάσεις μαθητείας, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως άκυρες συμβάσεις εργασίας, Επομένως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και του αδικαιολόγητου πλουτισμού...", χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η αποδιδόμενη από τους αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια της εσφαλμένης, κατά την άποψή τους, απόρριψης των ως άνω αγωγικών βάσεων, εφόσον δεν θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας εξέτασε ισχυρισμό και τον απέρριψε, έστω και εσφαλμένα. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1285/2021, 79/2018, 1333/2018). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 582/2023, 1285/2021, 860/2018, 208/2018). Στην περίπτωση δε που η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε επί της ουσίας, πρέπει να παρατίθενται και οι σχετικές παραδοχές αυτής, αναφορικά με την επικαλούμενη ως άνω παράβαση (ΑΠ 582/2023, 1285/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι οδηγήθηκε στην κρίση της ότι οι συμβάσεις τους ήταν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας και όχι συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας, κατά παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας. Ότι, ειδικότερα, εφόσον αυτοί εργάζονταν για χρονικά διαστήματα τριών (3), τεσσάρων (4), πέντε (5) και έξι (6) ετών, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους, με επανειλημμένες ανανεώσεις της αρχικής σύμβασης συνεχώς και αδιαλείπτως, αποδεικνύεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι δεν επρόκειτο για προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας αλλά για σχέση εξηρτημένης εργασίας Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται τον κανόνα δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου δεν έγινε από το Εφετείο χρήση των επικαλούμενων διδαγμάτων κοινής πείρας, ούτε παρατίθενται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που έκρινε επί της ουσίας ότι οι ενάγοντες είχαν συνάψει με το εναγόμενο ΝΠΔΔ γνήσιες συμβάσεις μαθητείας και δεν είχαν συνάψει συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας, ούτε ότι τελούσαν σε σχέση εργασίας με το εναγόμενο. Σε κάθε, δε, περίπτωση, η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αναφέρεται στη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη πραγματικών περιστατικών ως προς το χρόνο απασχόλησης και ως προς τον αριθμό των ανανεώσεων και παρατάσεων των αρχικών συμβάσεων των εναγόντων, που, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν θεμελιώνουν τον ως άνω εκ του αριθμού 1β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β` του Συντάγματος προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη με τις ως άνω διατάξεις αρχή της ίσης μισθολογικής μεταχείρισης των εργαζομένων προϋποθέτει ότι οι εργαζόμενοι αυτοί, αφενός μεν να έχουν τα ίδια προσόντα και να εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αφετέρου δε να τελούν κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας (ΑΠ 933/2022, ΑΠ 640/2022, ΑΠ 186/2019) και κατά συνέπεια προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας (ΑΠ 933/2022, ΑΠ 640/2022, ΑΠ 186/2019). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έκτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι οι συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και του εναγομένου ΝΠΔΔ ήταν συμβάσεις μαθητείας και όχι συμβάσεις εργασίας και να μην τους επιδικάσει τις οφειλόμενες αποδοχές που είναι οι ίδιες με αυτές του τακτικού, μόνιμου ή έκτακτου προσωπικού του εναγομένου παραβίασε τη συνταγματική αρχή της ίσης αμοιβής για ίση παρεχόμενη εργασία που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 22 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 3205/2003 που αφορούν το μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του Δημοσίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η ένδικη αγωγή των εναγόντων με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, αναφορικά με την επιδίκαση των μισθολογικού χαρακτήρα διαφορών, ως προς τη βάση αυτής που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, είναι μη νόμιμη διότι αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτήν οι αναιρεσείοντες αφενός μεν είχαν προσληφθεί με συμβάσεις προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του αναιρεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ, αφετέρου δε η πρόσληψη αυτών έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής (ΑΣΕΠ) και συνεπώς δεν τελούσαν από το ίδιο νομικό καθεστώς με το τακτικό και μόνιμο προσωπικό του αναιρεσίβλητου. Επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά δεν εφάρμοσε τις επικαλούμενες στο αναιρετήριο ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 22 παρ.1 του Συντάγματος και τις μισθολογικού χαρακτήρα διατάξεις του ν. 3205/2003, που δεν ήταν εφαρμοστέες και τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον ως άνω έκτο λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 933/2022, 640/2022). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητα του (Ολ ΑΠ 14/2005). Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 172/2020, 388/2018, 1037/2010, 336/2010). Τέλος, δεν δημιουργείται ο από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη του δικαστικές αποφάσεις που επιλύουν νομικά ζητήματα (ΑΠ 933/2022, 640/2022). Στη προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον όγδοο και τελευταίο, από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που είχαν νόμιμα προσκομίσει και επικαλεστεί με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού, από τα οποία προέκυπτε η νομιμότητα της αγωγής τους. Ειδικότερα, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του: α) τις αναφερόμενες σ'αυτή δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες επιλύουν τα σχετικά νομικά ζητήματα, στα οποία στηρίζεται εν μέρει η αγωγή τους και β) υπεύθυνες δηλώσεις-βεβαιώσεις και έγγραφα από τα οποία προέκυπτε η εργασιακή τους σχέση με το εναγόμενο και το είδος της παρεχόμενης εργασίας τους υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος α) κατά το σκέλος που αφορά τη μη λήψη υπόψη από το Εφετείο των επικαλούμενων στο λόγο αυτό δικαστικών αποφάσεων, γιατί δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ από τη μη λήψη δικαστικών αποφάσεων που επιλύουν νομικά θέματα, β) κατά δε το σκέλος που αφορά τη μη λήψη υπόψη από το Εφετείο εγγράφων που προσκομίσθηκαν, λόγω της αοριστίας του γιατί δεν γίνεται στον ως άνω λόγο σαφή και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, υπό την έννοια να είναι αυτή ειδική και να προκύπτει η ταυτότητα των εγγράφων που δεν ελήφθησαν, κατά τον ως άνω λόγο, υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως προς παρισταμένους αναιρεσείοντες. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ, τα οποία δεν επιβάλλονται μειωμένα, αφού η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του αναιρεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ. δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 22 παρ.3 του ν. 3693/1957 περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης, αλλά από πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΑΠ 788/2022, 559/2021, 151/2020, 1073/2019). Για τους λόγους αυτούς διατάσσει το χωρισμό της δίκης ως προς τις εξηκοστή (60η), εξηκοστή έβδομη (67η) και εξηκοστή ένατη (69η) αναιρεσείουσες και κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 27.1.2021 με αριθμ. καταθ. 748/72/29.1.2021 αίτησης αναίρεσης ως προς τις αναιρεσείουσες αυτές. Απορρίπτει την από 27.1.2021 αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 2668/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τους λοιπούς παριστάμενους αναιρεσείοντες.