Ακυρότητα απόλυσης και μισθοί υπερημερίας Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως, για οποιοδήποτε λόγο, την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού. Το δικαίωμα αυτό υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Α.Π. 287/2024 Πρόεδρος: Η κ. Δήμητρα Ζώη Εισηγητής: Η κ. Ερατώ Κολέση Δικηγόροι: Ο κ. Ευάγγελος Μπέλλος - Ο κ. Ιωαν. Πίκουλας Με την κρινόμενη από 9.06.2022 (υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. 4556/500/2022) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. 862/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή το Εφετείο, αφού δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την από 14.09.2020 (και με αριθμ. εκθ. κατάθ. .../2020) έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθμ. 1122/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, που είχε κάνει δεκτή την από 14.05.2019 (αριθμ. ...) αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός ζητούσε την αναγνώριση της υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης για επιδίκαση σε αυτόν μισθών υπερημερίας, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του εκ μέρους της αναιρεσιβλητης, κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας στη συνέχεια επί της ένδικης αγωγής, απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των διαλαμβανομένων σ' αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 656 ΑΚ "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 855/2020, 118/2017, 440/2016, 414/2016, 359/2015). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 694/2019, 118/2017, 414/2016, 363/2015). Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 855/2020, 118/2017, 223/2014). Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική (ΑΠ 613/2018, 118/2017, 394/2016, 363/2015, 142/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 14/2022, 13/2022, 144/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 9/2006, 6/2019, 28/199, 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1420/2013, 703/2009, 1202/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι ο ενάγων προσλήφθηκε την 7.6.2004 από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΜ ΑΕ", η οποία είναι επιχείρηση κοινής ωφελείας με σκοπό την ανάπτυξη, λειτουργία και εκμετάλλευση του σύγχρονου δικτύου του αστικού τροχιόδρομου (τραμ), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως τομεάρχης συντήρησης εγκαταστάσεων παροχής ισχύος της επιχείρησης. Ότι η εταιρεία ΤΡΑΜ ΑΕ και η ΗΣΑΠ ΑΕ συγχωνεύτηκαν με απορρόφηση στην εταιρεία ΑΜΕΛ ΑΕ, που μετονομάστηκε σε ΣΤΑ.ΣΥ ΑΕ, ήδη εναγομένη, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος αυτών...... Ότι ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη έως τις 28.7.2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση εργασίας.....Οτι η καταγγελία αυτή κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστική με την υπ' αριθ. 4610/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, (μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος επί της υπ' αριθμ. 1179/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 28.7.2020 αγωγή του για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, την αποδοχή των προσηκόντως προσφερόμενων υπηρεσιών του και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, ως ουσιαστικά αβάσιμη), δια της οποίας υποχρεώθηκε η αναιρεσίβλητη ν' αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος και επιδικάζοντας σε αυτόν αποδοχές υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 28.7.2010 έως 28.7.2011 συνολικού ποσού 79.015,95 ευρώ. Ότι ακολούθως με την με αριθμ. 1628/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της εναγομένης κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναιρέθηκε η με αριθμ. 4610/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και το δικαστήριο της παραπομπής, με την υπ'αριθμ. 2661/2019 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ενάγοντος, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 28.7.2010 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, εκ μέρους της αρχικής εργοδότριας του ΤΡΑΜ ΑΕ, υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του, υπό τις συνθήκες που εργαζόταν πριν την απόλυση του, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.515,74 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση της να καταβάλει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 34.500,21 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Ότι ο ενάγων επανήλθε στην εργασία του στις 30.6.2016 δυνάμει της υπ' αριθμ. 2177/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, υπό τους όρους που εργαζόταν πριν την απόλυση του και σύμφωνα με την υφιστάμενη από 7.6.2004 σύμβαση εργασίας του, ενώ με την ... απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης τοποθετήθηκε στη θέση του Τμηματάρχη Συντήρησης Ηλεκτροδότησης Γραμμής ΤΡΑΜ και ακολούθως με την ... απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης τοποθετήθηκε στο Τμήμα Μελετών και Συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων της Διεύθυνσης Συντήρησης Υποδομής και Έργων (Διευθύνουσα Υπηρεσία), της Γενικής Διεύθυνσης Συντήρησης και Έργων, ως Μηχανικός Μελετών. Ότι, από τα ανωτέρω προέκυψε ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής του ενάγοντος-εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε την καταβολή μισθών υπερημερίας για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ήτοι από 29.7.2012 έως 29.6.2016 συνολικού ποσού 130.613 ευρώ, μετά την τελεσιδικία της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία τον δικαίωσε αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της από 28.7.2010 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του εκ μέρους της αρχικής εργοδότριας του ΤΡΑΜ ΑΕ και υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 28.7.2010 έως 28.7.2012, ήτοι τρία έτη μετά την έκδοση της τελεσίδικης με αριθμ. 4610/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία τον δικαίωσε, κρίνεται καταχρηστική. Ότι, ειδικότερα με το να μην επιδιώξει ο ενάγων, αμέσως, μετά τη δικαίωσή του με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, να ασκήσει νέα αγωγή για την καταβολή μισθών υπερημερίας για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, διότι ανέμενε, όπως ισχυρίζεται, να κριθεί αμετακλήτως η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, αδιαφορώντας ταυτόχρονα από κακοβουλία να αναζητήσει νέα εργασία την οποία ευχερώς θα μπορούσε να ανεύρει με βάση την εμπειρία και τα προσόντα του, δημιούργησε στην εναγομένη-εκκαλούσα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα του, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου εφέσεως ως ουσιαστικά βάσιμου. Ακολούθως, αφού δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας κατ' ουσίαν την αγωγή, απέρριψε αυτή. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281 και 656 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Ειδικότερα πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ήτοι: α) ότι ο αναιρεσείων ηθελημένα και μάλιστα από κακοβουλία παρέλειψε να βρει αλλού εργασία σχετική με την εμπειρία και τα προσόντα του, με ανάλογες αποδοχές, ύψους ίσου με αυτές που ελάμβανε από την αναιρεσίβλητη, την οποία θα μπορούσε ευχερώς να εξεύρει, αφού ληφθεί υπ' όψη η προϋπηρεσία του, ο βαθμός ζήτησης ισότιμης εργασίας, σε σχέση με τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς και των ικανοτήτων του ως Διπλωματούχου Ηλεκτρολόγου Ι\/1ηχανικού β) ότι τέτοιου είδους εργασία θα μπορούσε να ανεύρει σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άκυρη καταγγελία και όχι τρία έτη μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης που έκρινε περί της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και οκτώ έτη μετά την γενόμενη καταγγελία αυτής, να επιδιώκει να εισπράττει μισθούς υπερημερίας, γ) ότι ο αναιρεσείων, ενώ είχε τη δυνατότητα ανευρέσεως άλλης εργασίας, αντίστοιχης ειδικότητας και αποδοχών, εν όψει των επαγγελματικών του προσόντων, ενεργώντας σκοπίμως και από κακοβουλία, επέλεξε την ικανοποίηση των αξιώσεων του, δημιουργώντας έτσι την πεποίθηση στην εναγομένη - αναιρεσίβλητη ότι αυτός δεν θα ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα του. Δεν απαιτείτο δε να αναφέρεται και ο προσδιορισμός συγκεκριμένων επιχειρήσεων για την εργασία την οποία ο αναιρεσείων θα μπορούσε να εκτελέσει με βάση τα προσόντα και την εμπειρία του (ΑΠ 1331/2022). Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του από νόμιμη βάση, καθ' όσον διέλαβε σε αυτή, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος, την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι δηλαδή η αξίωση μισθών υπερημερίας από τον αναιρεσείοντα στην αναιρεσίβλητη εταιρεία, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών της εκ μέρους της τελευταίας, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως είναι αβάσιμοι οι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δικ λόγοι αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσιβλήτου, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθ. 176,183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από 9.6.2022, αίτηση για αναίρεση της υπ αριθμ. 862/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.