Η επίσχεση εργασίας Όροι και προϋποθέσεις - Δήλωση γραπτή ή προφορική - Πότε είναι καταχρηστική Βασιλείου Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Επίσχεση εργασίας σημαίνει ότι εάν ο εργοδότης δεν εκπληρώσει απέναντι του μισθωτού τις συμβατικές του υποχρεώσεις (καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας κλπ) και οι οποίες απορρέουν από την καταρτισθείσα εργασιακή σύμβαση, τότε ο μισθωτός δικαιούται να αρνηθεί την εκτέλεση της εργασίας του, μέχρις ότου ο εργοδότης εκπληρώσει τις δικές του υποχρεώσεις. Αποτελεί ένα αμυντικό μέσο του μισθωτού. Συνιστά δηλαδή άτυπη μονομερή δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με εξώδικο έγγραφο ή προφορική δήλωση του μισθωτού και ισχύει από τότε που έλαβε γνώση ο εργοδότης. Οι προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αυτού είναι: α) να υπάρχει ενεργός εργασιακή σύμβαση β) να γίνεται ρητώς και σαφώς, γραπτά ή προφορικά, καθώς και οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια. Τυχόν παράλειψη της προαναφερθείσης δηλώσεως, συνοδευόμενη μάλιστα με απουσία του μισθωτού από την εργασία, είναι δυνατόν να ερμηνευθεί και να εκληφθεί ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού, με τις εξ αυτής συνέπειες, που απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της νομίμου αποζημιώσεως γ) να υπάρχει αξίωση απαιτητή ή ληξιπρόθεσμη δ) οι απαιτήσεις- ανταπαιτήσεις να είναι συναφείς (προέλευση εκ της εννόμου σχέσεως) ε) να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστεως, όπως αυτό επιτάσσει το άρθρο 281 ΑΚ. Επειδή η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ γι’ αυτό και ερευνώνται κάθε φορά α) αν υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, β) αν η απαίτηση του μισθωτού είναι εκκαθαρισμένη ή αμφισβητείται, γ) αν είναι σχετικώς ασήμαντη, δ) αν ο εργοδότης εναντίον του οποίου στρέφεται είναι αξιόπιστος και ε) αν η όλη συμπεριφορά του μισθωτού αντιβαίνει τα όρια της καλής πίστεως κλπ (ΑΠ 1264/86 - ΑΠ 197/95 - ΑΠ 247/67 κλπ). Όπως έχει κριθεί από τα δικαστήρια κατάχρηση του δικαιώματος της επισχέσεως υπάρχει στις εξής περιπτώσεις: Όταν με την επίσχεση εργασίας σκοπείται ο εξαναγκασμός του εργοδότη να δώσει και άλλες παροχές που δεν είναι γεγενημένες και ληξιπρόθεσμες ή ο εξαναγκασμός να δεχθεί γενικότερα συνδικαλιστικά αιτήματα, όπως η αποκατάσταση ή η μη απόλυση συναδέλφων, για εκδικητικούς λόγους. Όταν η αξίωση του μισθωτού αμφισβητείται, ως προς την ύπαρξη ή ως προς το ύψος του χρηματικού ποσού. Όταν ο μισθωτός αρνείται να συμπράξει στην εκκαθάριση της αμφισβητούμενης αξιώσεως. Όταν η αξιούμενη από τον μισθωτό παροχή είναι ασήμαντη ή όταν δεν είναι μακρόχρονη. Όταν η καθυστέρηση οφείλεται στις κρατούσες δυσμενείς συνθήκες ή σε δυσπραγία του εργοδότη και όχι σε υπαιτιότητά του. Όταν ο καθυστερούμενος μισθός δεν είναι άμεσα και επιτακτικά αναγκαίος για την διαβίωση του εργαζομένου. Όταν η επίσχεση εργασίας προξενεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη. Όταν ο εργοδότης είναι φερέγγυος σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. (ΑΠ 1262/86 - ΑΠ 197/ 95 - ΑΠ 1803/87 - ΑΠ 314/82 - ΑΠ 247/87 - ΑΠ 414/82 - ΑΠ 197/95 κλπ). Το αν η καθυστέρηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη οφείλεται σε δυστροπία του ή είναι δικαιολογημένη Όταν η επίσχεση εργασίας κρίνεται από τα δικαστήρια, εξετάζοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως. Επίσχεση εργασίας μπορεί να ασκηθεί και όταν ο εργοδότης προσκαλεί τον ακύρως παρ΄ αυτού απολυθέντα μισθωτό να αναλάβει και πάλι εργασία, χωρίς όμως να προσφέρεται συγχρόνως να εξοφλήσει τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας. στ) να υπάρχει αξιόλογη καθυστέρηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη Το δικαίωμα της επισχέσεως εργασίας, λόγω καθυστερήσεως καταβολής αποδοχών, ασκείται καταχρηστικά αν το οφειλόμενο ποσό είναι ασήμαντο ή εάν οι αποδοχές αμφισβητούνται. Όπως τονίστηκε για την άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποτίθεται αναγκαίως η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του μισθωτού, οι οποίες πρέπει να είναι συναφείς με την εργασιακή σχέση και την έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε λειτουργία και να μην έχει καταγγελθεί νομίμως. Ως ληξιπρόθεσμη αξίωση του μισθωτού, για την οποία είναι δυνατόν να ασκηθεί το δικαίωμα της επισχέσεως θεωρείται ακόμη και η άρνηση του εργοδότη να χορηγήσει την άδεια αναψυχής, τη χορήγηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, να εκπληρώσει όρο της εργασιακής συμβάσεως που έχει τεθεί προς το συμφέρον του μισθωτού, να μη σεβαστεί την προσωπικότητα του μισθωτού. Η απλή άρνηση της εργασίας, χωρίς να συνοδεύεται με την ρητή δήλωση της επισχέσεως δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Από τη νομολογία έχει κριθεί (Εφ. Αθην. 10362/91) ότι δεν αποκλείεται και η συλλογική άσκηση του δικαιώματος της επισχέσεως, με την προϋπόθεση ότι οι προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 325 ΑΚ συντρέχουν για κάθε εργαζόμενο χωριστά. Κατά τα άρθρα 353, 656 Α Κ ο μισθωτός που προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, δεν θεωρείται υπερήμερος οφειλέτης. Ο εργοδότης έχει αξίωση για την παροχή εργασίας από τον μισθωτό, μόνο και εφόσον προσφέρει την βαρύνουσα αυτόν καθυστερημένη παροχή. Έτσι, αν μετά την άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της εργασίας ο εργοδότης είναι μεν πρόθυμος να δεχθεί την εργασία, αλλά δεν προσφέρει την απαιτούμενη αντιπαροχή καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας. Τότε υποχρεούται, για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του να καταβάλλει τον μισθό στο μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε παροχή εργασίας σε άλλο χρόνο. Όμως ο εργοδότης δικαιούται να καταλογίσει στον απέχοντα από την εργασία μισθωτό παν οτιδήποτε ωφελήθηκε αυτός από την ματαίωση της εργασίας, ή της παρασχεθείσης τυχόν αλλού. Όταν η επίσχεση εργασίας κριθεί άκυρος τότε υπερήμερος ως προς την παροχή εργασίας καθίσταται ο μισθωτός. Θεωρείται αδικαιολόγητος η απουσία από την εργασία. Επίσης η οριστική άρνηση του μισθωτού να εκτελέσει την εργασία του ή η αποχή αυτού για μεγάλο χρονικό διάστημα (τεσσάρων ή πέντε μηνών) συνιστά, όταν αντίκειται στην καλή πίστη, καταγγελία εκ μέρους του, ανεξαρτήτως της προθέσεώς του για λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας. (ΑΠ 1209/99 - Εφ. Θεσ. 81/2003).