Ομαδική ασφάλιση προσωπικού επιχείρησης - Μισθολογική παροχή Στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος αναλαμβάνει να καλύπτει, ολικά ή μερικά, τα ασφάλιστρα, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής σύμβασης, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Α.Π. 55/2024 Πρόεδρος: Ο κ. Λουκάς Μόρφης Εισηγητής: Η κ. Μαρία Χασιρτζόγλου Δικηγόροι: Οι κ.κ. Δημ. Ιωαννίδης - Νικ. Γαβαλάς Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ, 3 παρ. 2 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και 1 της υπ' αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 830/2019). Στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής σύμβασης, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού (ΑΠ 1265/2021). Στην περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 410, 411), μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή, και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, ή ματαιώνεται λόγω της καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη, ο οποίος προβαίνει σε αυτήν χωρίς να έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το σχετικό δικαίωμα, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη-εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336α και 338 ΑΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως, απευθείας από τον υποσχεθέντα (ασφαλιστή), στρεφόμενος κατ' αυτού με αγωγή κατ' άρθρο 411 ΑΚ (ΑΠ 1265/2021, 74/2016, 13/2015). Πριν από τη ματαίωση της παροχής και ωσότου επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, το δικαίωμα του ασφαλισμένου τελεί υπό αναβλητική αίρεση (ΑΚ 201) και ο δικαιούχος έχει το προαναφερθέν δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του και είναι απαλλοτριωτό (ΑΠ 629/1978, 239/1962). Κατά το άρθρο 207 παρ.1 του ΑΚ η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε σε δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματά της, επομένως δε και ότι β) όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση, που πληρώθηκε ή που την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (πλασματική πλήρωση), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα. Για την κατά τα ανωτέρω πλασματική πλήρωση της αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά του ζημιουμένου από την πλήρωση, και δη πράξη ή παράλειψη, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου συνεκτιμάται και το ενδεχόμενο πταίσμα, στην περίπτωση δε, ειδικότερα, της παράλειψης, κατά κανόνα δεν θα υφίσταται τέτοια αντίθεση (στην καλή πίστη) αν δεν υπάρχει υποχρέωση προς ενέργεια από το νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 178/2012), ως χρόνος δε πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης θεωρείται αυτός που θα πληρωνόταν η αίρεση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρακωλυτική συμπεριφορά του ωφελούμενου από τη ματαίωσή της (ΑΠ 122/2014, 1274/1993). Εάν ο δικαιούχος αντιληφθεί τη ματαίωση της παροχής πριν από το χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του εργοδότη αιτούμενος να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του να αποζημιωθεί, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση δηλαδή επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ή, εάν το ποσό του ασφαλίσματος είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένο ή προσδιορίσιμο, να υποχρεωθεί βάσει του άρθρου 69 παρ. 1ε, 2 ΚΠολΔ ο εργοδότης να του καταβάλει ως αποζημίωση το συγκεκριμένο ποσόν μόλις πληρωθεί η αίρεση, ενώ δεν δικαιούται να ζητήσει την καταβολή αποζημιώσεως από τον εργοδότη προώρως προτού πληρωθεί η αίρεση. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που ο ασφαλιστικός κίνδυνος αφορά την αποχώρηση του δικαιούχου από την εργασία λόγω συνταξιοδοτήσεως και δεν διαφοροποιούνται έστω και εάν το αίτημα καταβολής αποζημιώσεως από τον εργοδότη πριν την αποχώρηση του δικαιούχου επιιχειρείται να θεμελιωθεί με την αγωγή επί ασφαλιστικής αναλογιστικής μελέτης. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσιβαλλομένη, δικάζοντας επί εφέσεως που ο αναιρεσείων είχε ασκήσει, από κοινού με άλλους μη διαδίκους στη δίκη αυτή, κατά της 3003/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά την ενδιαφέρουσα τον αναιρετικό έλεγχο αιτιολογία της η αναιρεσιβαλλομένη διέλαβε ότι η αγωγή, με βάση το περιεχόμενό της, σύμφωνα με το οποίο ο αναιρεσείων απασχολείται στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και συμμετείχε σε ομαδικό πρόγραμμα ασφάλισης, με σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της ασφαλιστικής εταιρείας Ε..Α..Ε..Ε..Γ..Α.., για την απόληψη επιπλέον ποσού, πέραν της προβλεπόμενης από την εργατική νομοθεσία αποζημίωσης, το οποίο θα ελάμβανε κατά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του λόγω συνταξιοδότησης και συνιστούσε μισθολογική παροχή, θα καθοριζόταν δε ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας και τον μέσο όρο των μηνιαίων μισθών των τελευταίων 24 μηνών προ της αποχωρήσεως, σύμβαση η οποία καταγγέλθηκε την 7.4.2008 από την ασφαλιστική εταιρεία λόγω της μη καταβολής των ασφαλίστρων, η καταβολή μέρους των οποίων βάρυνε την αναιρεσίβλητη, είχε δε ως αίτημα να αναγνωριστεί η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να τού καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό του ασφαλίσματος με τους νόμιμους τόκους από 7.4.2008 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, είναι νομικά αβάσιμη, αφού αναιρεσείων εκθέτει ότι εξακολουθεί να εργάζεται στην αναιρεσίβλητη και δεν επικαλείται ότι έχει αποχωρήσει από αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο (συνταξιοδότηση, απόλυση, μετάταξη ή παραίτηση - "οικειοθελή αποχώρηση"), προϋπόθεση που είναι απαραίτητη για την γέννηση της επικαλούμενης αξιώσεώς του αρχικώς για καταβολή της εφάπαξ παροχής από την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία και δευτερογενώς για επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω ανώμαλης εξελίξεως της συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως και ματαιώσεως της καταβολής σε αυτόν της ως άνω παροχής με υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητης. Ότι ως εκ τούτου δεν είχε γεννηθεί, κατά τα άρθρα 382, 335, 336, 338 και 648 ΑΚ, η δευτερογενής υποχρέωση της εργοδότριας αναιρεσίβλητης να του καταβάλει το αιτούμενο ποσό ως αποζημίωση, ενώ δεν ήταν εφικτός και ο νόμιμος (σύμφωνα με την αναφερόμενη στην αγωγή ομαδική σύμβαση ασφαλίσεως) προσδιορισμός της εν λόγω παροχής που ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι δικαιούταν και της αντίστοιχης οφειλόμενης αποζημιώσεως, καθώς, εφόσον ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι εργάζεται ακόμη στην αναιρεσίβλητη, άρα δεν έχει αποχωρήσει από αυτή, δεν μπορεί να υπολογισθεί ο "τελικός μέσος μισθός" του, αφού αυτός είναι ο μέσος όρος των μισθών που λαμβάνει ο ασφαλισμένος εργαζόμενος κατά την διάρκεια των τελευταίων πριν από την αποχώρησή του 24 μηνών υπηρεσίας, ούτε μπορεί να υπολογισθεί ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εφόσον συνεχίζει να εργάζεται στην αναιρεσίβλητη. Ότι η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (αποχώρηση των ασφαλισμένων εργαζομένων από την εργασία τους) είναι αναγκαίος όρος της γεννήσεως της αξιώσεως του αναιρεσείοντος προς είσπραξη της εφάπαξ παροχής όχι μόνον στην περίπτωση που ήταν σε ισχύ η σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αλλά και στην περίπτωση της καταγγελίας της ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως εν προκειμένω, αφού, ελλείποντος του αναγκαίου αυτού όρου δεν έχει επέλθει ζημία και ως εκ τούτου δεν έχει γεννηθεί, η υποχρέωση της λήπτριας της ασφάλισης εργοδότριας - αναιρεσείουσας να του καταβάλει το αιτούμενο ποσό. Με την κρίση της αυτή η αναιρεσιβαλλομένη δεν παραβίασε τις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας ούτε αυτές των άρθρων 204, 207, 178, 179 και 361 του ΑΚ, καθώς με την αγωγή, όπως περιορίστηκε, δεν ζητήθηκε η αναγνώριση της υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης για καταβολή αποζημίωσης ίσης με την αξία της ασφαλιστικής παροχής ίσης προς το ποσό του ασφαλίσματος, καταβλητέας κατά το χρόνο της αποχώρησης του αναιρεσείοντος από την υπηρεσία του, δηλαδή το χρόνο κατά τον οποίον επρόκειτο να πληρωθεί η αίρεση, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος που στηρίζονται τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Ομοίως αβάσιμοι είναι κατά το σκέλος που στηρίζονται στον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αναιρεσιβαλλομένη δεν ερεύνησε την αγωγή στην ουσία της (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 135/2019), αλλά και κατά το σκέλος που στηρίζονται στον αριθμό 8, με την αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη της αναλογιστική μελέτη που προσκόμισε η αναιρεσίβλητη σχετικά με την οφειλόμενη αποζημίωση κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι α) η μελέτη δεν συνιστά πράγμα και β) το δικαστήριο δεν ερεύνησε την ουσία της υποθέσεως. Τέλος, αόριστος είναι ο λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που στηρίζεται στον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν προσδιορίζεται σε αυτόν το δικονομικό απαράδεκτο το οποίο κήρυξε ή δεν κήρυξε το δικαστήριο (ΑΠ 863/2010). Συνακόλουθα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ.2). Για τους λόγους αυτούς θεωρεί ως μη ασκηθέντες εκ μέρους του δεύτερου αναιρεσείοντος την από 14.4.2019 αίτηση αναιρέσεως και τους από 31.12.2021 πρόσθετους λόγους αυτής. Καταργεί τη δίκη μεταξύ του ανωτέρω αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης. Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της 2842/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.