Υποχρεώσεις εργοδότη σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας Βασιλείου Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Προϋπόθεση εφαρμογής των περί καταγγελίας διατάξεων είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η ύπαρξη συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Νομοθεσία Οι νόμοι οι οποίοι ρυθμίζουν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι ο ν. 2112/20 - 3198/55 - 3863/10 - 3899/10 - 4488/17 - 4808/21. Οι όροι και προϋποθέσεις ηλεκτρονικής υποβολής του εντύπου Ε6 της απόλυσης καθορίστηκαν αρχικά από την αριθ. 5072/2013 απόφαση Υπουργού Εργασίας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα. Διατυπώσεις απόλυσης 1. Έγγραφος τύπος απόλυσης Συμπληρώνεται το ειδικό έντυπο Ε6 και υποβάλλεται εντός 4 ημερών στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Επιδίδεται άμεσα ένα αντίγραφο στον απολυόμενο μισθωτό, ο οποίος το παραλαμβάνει με υπογραφή. Εάν αρνηθεί να υπογράψει αυτό τότε κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στη διεύθυνση της κατοικίας του. Δεν είναι απαραίτητο όπως το έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως επιδοθεί στο μισθωτό προς τον οποίο απευθύνεται απαραιτήτως με δικαστικό επιμελητή. Αρκεί να εγχειρισθεί στο μισθωτό, ώστε αυτός να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη δε της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Τέτοια μέσα είναι η έγγραφη απόδειξη παραλαβής, που είναι η πιο συνήθης, ακόμη όμως και η ομολογία μαρτύρων που βεβαιώνουν ότι παραδόθηκε το έγγραφο στον υπό απόλυση μισθωτό. Αν δεν υπάρχει έγγραφο η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα (ΑΚ 174, 180) ακόμη και αν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με νέα έγκυρη καταγγελία. Έτσι είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία και η οποία επιφέρει τη λύση της συμβάσεως. Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να επεξηγεί στο έγγραφο της καταγγελίας τους λόγους που τον ώθησαν στην καταγγελία ως στοιχείου του κύρους της, γιατί η καταγγελία είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία, που δεν είναι δηλαδή αναγκαίο να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του ΑΚ (167, 232, 233, 238, 669, 45, 67 και 70) προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που έγινε στο όνομα νομικού προσώπου από πρόσωπο ή όργανο αυτού το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο περιέρχεται σε υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του και υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές υπερημερίας. Επί καταγγελίας δε που έγινε στο όνομα νομικού προσώπου από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεως πρόσωπο δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ που αφορούν στην αναδρομική ενέργεια της εγκρίσεως. Η έγκρισή της γίνεται μόνο από πρόσωπο που σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό ή βάσει πληρεξουσίου εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου και δεν θα ισχυροποιεί αναδρομικά την καταγγελία, που αποκτά ενέργεια από τότε που η δήλωση περιέρχεται νόμιμα στον εργαζόμενο. Η νομιμοποίηση κατοχυρώνεται όταν εκπληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 5 του ν. 3198/55 όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Σύμφωνα με την νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ 1792/87 - ΑΠ 162/83 - Πρωτ. Θεσ/κης 13310/97) η ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εργασία στον αντισυμβαλλόμενο, μετά την ανακοίνωσή της, δεν επιφέρει την ανασύσταση της σύμβασης. Η ανάκληση της καταγγελίας παράγει αποτελέσματα αν περιέλθει εις τον προς ον απευθύνεται προ της καταγγελίας ή συγχρόνως μετ' αυτής, άλλως δεν ανατρέπει τα αποτελέσματα της καταγγελίας. Άλλη απόφαση του Αρείου Πάγου η αριθ. 948/79 προβλέπει ότι ανάκληση της καταγγελίας επιτρέπεται μόνον αν ρητώς ή σιωπηρώς αποδεχθεί αυτήν ο λήπτης αυτής. 2. Αναγγελία αυτής ηλεκτρονικού τύπου Ε6 στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ Το έντυπο αυτό υποβάλλεται εντός 4 ημερών στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Υλοποιείται σε δύο στάδια. Ο εργοδότης αρχικά συμπληρώνει την ηλεκτρονική φόρμα του εντύπου Ε6, την εκτυπώνει και ακολούθως αφού τεθούν οι υπογραφές ιδιοχείρως του εργοδότη και του εργαζομένου, ο εργοδότης ολοκληρώνει την ηλεκτρονική υποβολή επισυνάπτοντας το αρχείο του ηλεκτρονικά σαρωμένου εντύπου, με τις προαναφερθείσες υπογραφές. Σε περίπτωση μη υπογραφής του εντύπου Ε6 από τον εργαζόμενο τότε ο εργοδότης επισυνάπτει το αρχείο της ηλεκτρονικά σαρωμένης έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή. Στην τακτική καταγγελία δηλαδή απόλυση με προειδοποίηση ο χρόνος της προειδοποίησης αρχίζει από την ημέρα της καταγγελίας με προειδοποίηση και εντός 4 ημερών από αυτή πρέπει να αναγγελθεί στο ΕΡΓΑΝΗ. Στο τέλος του χρόνου προειδοποίησης, κατά τον οποίο παύει η εργασία και λύεται η σχέση εργασίας, δεν απαιτείται σύνταξη νέου εγγράφου καταγγελίας και υποβολή στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ. Η τακτική καταγγελία δεν επιφέρει άμεση λύση της εργασιακής σχέσης, αφού εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού (προειδοποίησης) εξακολουθούν να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση. Σκοπός της προμήνυσης είναι η έγκυρη προειδοποίηση του εργαζομένου, αλλά και του εργοδότη για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου. Από την ημέρα επίδοσης του εγγράφου της απόλυσης με προειδοποίηση καταγγέλλεται η σχέση. Πρόκειται δηλαδή για καταγγελία υπό αίρεση, αφού τίθεται προθεσμία για τη λύση της σχέσης. Η λύση της εργασιακής σχέσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας δηλαδή με την περιέλευση της έγγραφης δήλωσης του καταγγέλλοντος εργοδότη, αλλά με την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προειδοποίησης. Μετά τη λήξη του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος συμπίπτει με τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, όπου επέρχεται ουσιαστικά η λύση της σχέσης εργασίας, ο εργαζόμενος, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, μπορεί να αποτανθεί στη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) για την είσπραξη του επιδόματος ανεργίας. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως θα ληφθεί υπόψιν ο χρόνος ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας πρόσληψης και της ημερομηνίας της καταγγελίας με προειδοποίηση. Ο χρόνος προειδοποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη. Εάν ζητηθεί πιστοποιητικό προϋπηρεσίας ο εργοδότης θα πρέπει να συμπεριλάβει στο χρόνο υπηρεσίας και το χρονικό διάστημα της προειδοποίησης, αφού αποτελεί χρόνο εργασίας. 3. Καταβολή της αποζημιώσεως Όταν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι έκτακτη σε αντίθεση με την τακτική, η οποία έχει προειδοποίηση, τότε ο εργοδότης οφείλει αμέσως να καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση, η οποία εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας, αλλά και από την ιδιότητα του εργαζομένου (υπάλληλος ή εργατοτεχνίτης). Για την απόλυση η οποία γίνεται πριν από τη συμπλήρωση έτους υπηρεσίας δεν οφείλεται αποζημίωση. Επί τακτικής καταγγελίας (με προειδοποίηση) η καταβολή της αποζημιώσεως, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση καταβολής σε δόσεις, γίνεται κατά την ημέρα λύσης της συμβάσεως. Δηλαδή με τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως λαμβάνεται υπόψη η τελευταία συνεχής υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη και όχι η τυχόν προϋπηρεσία. Η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, κατά τον τελευταίο μήνα. Τακτικές αποδοχές θεωρούνται όσες καταβάλλονται σταθερώς και μονίμως. Για τους αμειβομένους με ποσοστά οι αποδοχές τους υπολογίζονται από το μέσο όρο των αποδοχών του τελευταίου διμήνου και όχι κάτω από το τεκμαρτό ημερομίσθιο του ΙΚΑ. Στην αποζημίωση υπολογίζονται η αναλογία των επιδομάτων εορτών και επιδόματος αδείας (προσαύξηση αποζημιώσεως κατά 1/6) Για την αποζημίωση υπαλλήλων υπάρχει περιορισμός ανώτατος. Δεν υπολογίζεται το ύψος των μηνιαίων αποδοχών που υπερβαίνουν το 8πλάσιο του ισχύοντος κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτη Χ 30. Μετά τον ν. 4093/12 για αποζημίωση υπαλλήλων με υπηρεσία από 17 και άνω έτη υπάρχει πλαφόν μηνιαίας αποζημίωσης το ύψος των 2.000 ευρώ. Ο εργοδότης συγχρόνως με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας πρέπει να προσφέρει και να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την προβλεπόμενη αποζημίωση. Δεν αρκεί μόνον η προσφορά του χρηματικού ποσού της αποζημιώσεως στον απολυόμενο, αλλά απαιτείται πραγματική καταβολή. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μέσα σε εύλογο χρόνο. Άλλως η καταγγελία είναι άκυρη, όπως τονίστηκε. Για να είναι έγκυρη η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως στο Τ.Π.Δ απαιτείται να είναι όχι μόνον πραγματική αλλά και η προσήκουσα, δηλαδή να είναι κατά ποσότητα η οφειλόμενη. Παράλληλα απαιτείται οπωσδήποτε η γνωστοποίηση της κατάθεσης προς τον απολυθέντα μισθωτό. Η καταγγελία είναι άκυρη και όταν δεν καταβληθεί ολόκληρη η αποζημίωση. Όπως δέχεται ο Άρειος Πάγος με τις αριθ. 703/91, 415/87, 1411/86 αποφάσεις του αν η καταβολή μικρότερης αποζημίωσης δεν οφείλεται σε κακοβουλία του εργοδότη γενικώς δεν υπάρχει ακυρότης. Ακόμη μόνη η είσπραξη εκ μέρους του απολυθέντος της καταβληθείσης αποζημιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως, δεν αποτελεί παραίτηση αυτού από της αξιώσεώς του προς επιδίωξη μεγαλύτερης αποζημίωσης, ούτε του δικαιώματος να αξιώσει ακύρωση της καταγγελίας. Είναι έγκυρη η παρακράτηση από την αποζημίωση απολύσεως του ποσού του δανείου που τυχόν είχε χορηγήσει ο εργοδότης στον απολυόμενο. Η απόλυση μπορεί να γίνει χωρίς προειδοποίηση και αποζημίωση όταν ο μισθωτός απολυθεί για σπουδαίο λόγο. Απαιτείται αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα γενικώς, το οποίο είναι τουλάχιστον πλημμέλημα. Προϋποτίθεται η υποβολή μηνύσεως και τελεί υπό την αίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως. Με το άρθρο 64 του ν. 4808/21 (ΕΑΕΔ 21 σελ. 636) από 1.1.22 δεν υπάρχει διαφοροποίηση του ύψους της αποζημίωσης υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών όπως ίσχυε. Με τη διάταξη αυτή καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ύψος της αποζημίωσης, αλλά και αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης (προειδοποίησης). Εξισώνονται πλέον οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργατοτεχνιτών με εκείνες των υπαλλήλων. Για τους εργατοτεχνίτες ως μηνιαίος μισθός θα λογίζονται τα 22 ημερομίσθια, εκτός αν αμείβεται με μισθό. Όταν η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών ο εργοδότης μπορεί, αν το επιθυμεί, να καταβάλει κατά την απόλυση, αντί εφάπαξ, μέρος της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημίωσης είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη. Το δικαίωμα όμως αυτό δεν είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Θεωρείται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια (εμπάθεια, εκδικητικότητα, μίσος κλπ) και στενό, κακώς εννοούμενο προσωπικό ή επαγγελματικό συμφέρον και ουδόλως λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Το βάρος της αποδείξεως των περιστατικών που συνιστούν, κατά την κρίση του, στοιχεία καταχρηστικότητας φέρει ο απολυθείς. 4. Καταχώρηση στα μισθολόγια του e-ΕΦΚΑ ή ασφάλιση Ο ν. 2556/1997 άρθρο 2 παρ. 4 τροποποιώντας το άρθρο 5 του ν. 3198/55 προβλέπει τα εξής: "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ (e-ΕΦΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος". Η προϋπόθεση της ασφάλισης ισχύει από 1.4.1998. Η μη ασφάλισή του συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας του και ο διαδραμών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του με όλες τις συνέπειες.