Δημοσιογραφική εργασία - Πότε εξαρτημένη εργασία Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συνάπτει και ο δημοσιογράφος, όταν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι λόγω της φύσης του επαγγέλματος και της αποστολής του αλλά και εν όψει των περί ελευθεροτυπίας συνταγματικών διατάξεων αναπτύσσει μεγαλύτερη πρωτοβουλία ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, συνισταμένη στην ελεύθερη και αντικειμενική διατύπωση των ειδήσεων και σχολίων του, ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας του ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας. Ο χαρακτηρισμός δε της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο, με αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση, ή τον οποίον προβλέπει ο κανονισμός του εργοδότη, έστω και αν αυτός έχει ισχύ νόμου. Α.Π. 13/2024 Πρόεδρος: Η κ. Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη Εισηγητής: Η κ. Μαλαματένια Κουράκου Δικηγόροι: Η κ. Δήμητρα Κολιογιάννη - Ο κ. Ιωάννης Γαβριηλίδης Από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1, 681 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρηθεί σε ισχύ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες αντίστοιχα, "Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό", "Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή" και "Δια του όρου "μισθωτός" νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας-αμοιβή κατ' αποκοπήν)", συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξάρτησης, υφίσταται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΑΠ 957/2020). Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 793,2013). Αντιδιαστέλλονται δε οι εν λόγω συμβάσεις από την σύμβαση μίσθωσης έργου, με την οποία οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, ο δε εργολάβος δεν δεσμεύεται από οδηγίες και εντολές του εργοδότη, υποχρεούμενος μόνον να εκτελέσει το έργο σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (ΑΠ 957/2020, ΑΠ 793/2013). Ο αναγκαίος προς ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξάρτησης προκύπτει από τη συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της εξεταζόμενης περίπτωσης και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητος. Συνεκτιμάται το περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνομολογημένους όρους. Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότητα του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ. (ΑΠ 957/2020). Οι ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου, όπως οι περί αποζημίωσης απόλυσης, χορήγησης αδείας, επιδομάτων εορτών κλπ, ως έχοντες θεσπισθεί εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο οι παρέχοντες εξαρτημένη εργασία, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων υποκρυπτουσών σχέση εξαρτημένης εργασίας, και όχι και επί συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου (ΑΠ 957/2020). Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συνάπτει και ο δημοσιογράφος, όταν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι λόγω της φύσης του επαγγέλματος και της αποστολής του αλλά και ενόψει των περί ελευθεροτυπίας συνταγματικών διατάξεων αναπτύσσει μεγαλύτερη πρωτοβουλία ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, συνισταμένη στην ελεύθερη και αντικειμενική διατύπωση των ειδήσεων και σχολίων του, ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας του ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας (ΑΠ 957/2020). Ο χαρακτηρισμός δε της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο, μετ' αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση, ή τον οποίον προβλέπει ο κανονισμός του εργοδότη, έστω και εάν αυτός έχει ισχύ νόμου (ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 7/2011, 8/2011), ενώ αυτό ισχύει και επί των εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατά τις οποίες, αντίστοιχα, "Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις" και "Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη", προκύπτει ότι, όταν υφίσταται κενό στη σύμβαση ή γεννάται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως, το δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ως άνω ερμηνευτικούς κανόνες, προκειμένου να ανεύρει την πραγματική βούληση των συμβαλλομένων. Ο πρώτος των ως άνω κανόνων εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο, την βούληση του δηλούντος, και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητείται η αληθής βούληση, ο δε δεύτερος εξαίρει τα αντικειμενικά στοιχεία και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται ως απαιτεί η καλή πίστη, να λαμβάνονται δε υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 957/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1620/2022, ΑΠ 477/2022, ΑΠ 9/2022, ΑΠ 957/2020, ΑΠ 319/2017). εν λόγω λόγος ιδρύεται, εάν αφορά ερμηνεία δικαιοπραξίας, και όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχεται κενό ή ασάφεια, έστω και έμμεσα, δεν προσφεύγει στους κανόνες ερμηνείας των δικαιοπραξιών, ή, ενώ δέχεται ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, προβαίνει καθ' οιονδήποτε τρόπο σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, όπως με τη λήψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή της χρησιμοποίησης ενδοιαστικών στοιχείων, επιχειρημάτων κλπ. Μόνη όμως η μη μνεία της διαπίστωσης κενού ή ασάφειας και της εφαρμογής των ερμηνευτικών κανόνων, δεν δύναται να συστήσει παραβίαση αυτών, εάν το δικαστήριο της ουσίας προέβη πράγματι στην ορθή ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως ή της σύμβασης βάσει των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 957/2020, ΑΠ 1022/2019, ΑΠ 459/2019, ΑΠ 459/2019). Επίσης, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε κανόνες δικαίου. Ο εν λόγω λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει ή μη σε κανόνα δικαίου τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όχι δε και όταν παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν ελέγχεται αναιρετικά, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 957/2020, ΑΠ 459/2019). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 415/2021, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 208/2018. Ωσαύτως, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσας διάταξης του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ΑΠ 957/2020). Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία" ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 875/2022, ΑΠ 850/2020, ΑΠ 317/2019) (ΑΠ 875/2022, ΑΠ 856/2020, ΑΠ 319/2017) Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης απόφασής, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, κρίση του τα εξής: "Η εναγόμενη δημοτική επιχείρηση του Δήμου Α. με την επωνυμία "Δ. Α. Ε. Ρ. Α." αποτελεί Ν.Π.Ι.Δ, συστήθηκε με τη μ' αριθμό 45803 της 7/25.8.1989, απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Β' 624/1989) με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 260 του ΠΔ 323/1989 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών με αριθμό 25027 / 9.4.1984 (ΦΕΚ Β' 244/1984), την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Α. του Νομού Αττικής μ' αριθμό 685/1989 και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 παρ.1 και 2 του ΠΔ 25/1988. Έτσι οργανώθηκε και λειτούργησε με βάση το σκοπό της, που είναι η ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού με τον διακριτικό τίτλο "Α. 9,84". Στα πλαίσια της εν λόγω δραστηριότητας της η εναγόμενη, δια των νομίμων εκπροσώπων της, προσέλαβε την ενάγουσα περί τον Οκτώβριο του έτους 1999 με προφορική σύμβαση, προκειμένου η τελευταία να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως δημοσιογράφος στον εν λόγω ραδιοφωνικό σταθμό. Η ενάγουσα σ' εκτέλεση της σύμβασης αυτής απασχολήθηκε από την κατά τα παραπάνω πρόσληψή της, δηλαδή από τον Οκτώβριο του έτους 1999, μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2011 με την αρχισυνταξία και παραγωγή δυο ραδιοφωνικών εκπομπών και συγκεκριμένα της εκπομπής με τον τίτλο "Η έκτη ημέρα" που παρουσίαζε η δημοσιογράφος Ά. Π. κάθε Σάββατο μεσημέρι από ώρα 13:00 μέχρι 14:00 καθώς και της εκπομπής με τον τίτλο "Οι Κ. είναι υπέροχες" που παρουσίαζε η ίδια ως άνω δημοσιογράφος κάθε Κ. μεσημέρι από ώρα 13:00 μέχρι 14:00. Ειδικότερα η ενάγουσα ήταν επιφορτισμένη με την προετοιμασία των θεμάτων και των ρεπορτάζ που παρουσιάζονταν στις εκπομπές αυτές, αλλά και με τις συνεντεύξεις που αποτελούσαν τις περισσότερες φορές το κύριο θέμα των εν λόγω εκπομπών. Επέλεγε με τη δημοσιογράφο Ά. Π. τα πρόσωπα, με τα οποία θα συνομιλούσε η τελευταία, ενώ ήταν υπεύθυνη και για τη σχετική έρευνα σε αρχεία και εφημερίδες για την ολοκλήρωση των θεμάτων που παρουσιάζονταν στις εκπομπές. Η ενάγουσα για την εκτέλεση των- συμφωνηθέντων αυτών καθηκόντων της, δηλαδή για τις προαναφερθείσες απαραίτητες ενέργειες της παραγωγής και της αρχισυνταξίας των δυο εκπομπών, όπως ο καθορισμός του περιεχόμενού τους, η έρευνα και η συγκέντρωση του υλικού, οι τηλεφωνικές επαφές με τα πρόσωπα που θα έδιναν συνεντεύξεις καθώς και η επιλογή αυτών σε συνεργασία με τη δημοσιογράφο- παρουσιάστρια των εκπομπών, δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο απασχόλησης, ούτε ήταν δεσμευμένη ως προς τον τόπο που έπρεπε να βρίσκεται, προκειμένου να εκτελεί τις εν λόγω εργασίες. Οι μόνες δεσμεύσεις που είχε η ενάγουσα συνίσταντο στην υποχρέωσή της να έχει ολοκληρώσει τις πιο πάνω εργασίες στην προγραμματισμένη ώρα μετάδοσης των εκπομπών, αλλά και στην υποχρέωσή της να βρίσκεται το περιεχόμενο της εν γένει εργασίας της, δηλαδή η επιλογή των θεμάτων και των ρεπορτάζ καθώς και των προσώπων που επρόκειτο να δώσουν συνεντεύξεις μέσα στις γενικές κατευθύνσεις, στο ύφος και στα κανονιστικά πλαίσια που υπαγορεύονται/ από την εναγόμενη για τις εκπομπές αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον Οκτώβριο του έτους 1999 μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2011, που απασχολήθηκε στην εναγόμενη με την παραγωγή και αρχισυνταξία των δυο πιο πάνω εκπομπών, αμειβόταν από την τελευταία με το ποσό των 493,48 ευρώ μηνιαίως, ποσό το οποίο όμως καταβαλλόταν στην ενάγουσα με την έκδοση εκ μέρους της σχετικών αποδείξεων και τιμολογίων παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό της εναγόμενης. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης, τον οποίο προέβαλε πρωτοδίκως, και τον οποίο επαναφέρει ενώπιον του παρόντος (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, ότι η πρόσληψη της ενάγουσας δεν έγινε τον Οκτώβριο του έτους 1998, όπως αυτή ισχυρίζεται αλλά τον Οκτώβριο του έτους 1999, αποδεικνύεται βάσιμος από ουσιαστική άποψη. Και τούτο διότι ή ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, από την αρχή της πρόσληψής της απασχολήθηκε με την παραγωγή και αρχισυνταξία των δυο εκπομπών που παρουσίαζε η δημοσιογράφος Ά. Π., η συνεργασία της οποίας με την εναγόμενη άρχισε από τον Οκτώβριο του έτους 1999, όπως τούτο προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την τελευταία μ' αριθμό 22 απόφαση της με αριθμό 4 συνεδρίασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, μ' αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πρόσληψη και η απασχόληση της ενάγουσας σε εκπομπές, των οποίων δεν είχε αρχίσει ακόμη η μετάδοσή τους από το ραδιοφωνικό σταθμό της εναγομένης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι η πρόσληψη της ενάγουσας από την εναγόμενη έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του έτους 1998, αντί τον Οκτώβριο του έτους 1999, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης ως και κατ' ουσίαν βάσιμος. Ακολούθως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι μετά τη λήξη της συνεργασίας της δημοσιογράφου Ά. Π. με την εναγόμενη, που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του έτους 2011, και τη συνεπεία αυτής διακοπή της απασχόλησης της ενάγουσας στις δυο εκπομπές που παρουσίαζε η εν λόγω δημοσιογράφος, ο Γενικός Διευθυντής της εναγόμενης ανέθεσε στην ενάγουσα ήδη από τον Μάρτιο του έτους 2011 την παραγωγή θεμάτων αρχικά για την καθημερινή εκπομπή με τον τίτλο "Κ. Α." και στη συνέχεια από τον Σεπτέμβριο του έτους 2011 για την καθημερινή επίσης εκπομπή, σ' αντικατάσταση της προηγούμενης με τον τίτλο "Ε. δόση" καθώς και για την εβδομαδιαία εκπομπή με τον τίτλο "Π. του Σ.". Έτσι στα πλαίσια της ανάθεσης από την εναγομένη στην ενάγουσα της ως άνω παραγωγής για τις προαναφερθείσες εκπομπές καταρτίσθηκαν οι από 1.3.2011, 1.6.2011, 1.9.2011, 1.1.2012, 1.4.2012, 1.7.2012, 1.10.2012 και 23.1.2013 έγγραφες συμβάσεις έργου για τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2011 μέχρι 31.5.2011, από 1.6.2011 μέχρι 31.8.2011, από 1.9.2011 μέχρι 31.12.2011, από 1.1.2012 μέχρι 31.3.2012, από 1.4.2012 μέχρι 30.6.2012, από 1.7.2012 μέχρι 30.9.2012, από 1.10.2012 μέχρι 31.12.2012 και από 1.1.2013 μέχρι 31.1.2013. Σε όλες τις παραπάνω συμβάσεις, με τις τρεις, πρώτες των οποίων ανατέθηκε στην ενάγουσα η εκτέλεση του έργου "Επιμέλεια και παραγωγή εκπομπής κατόπιν συνεννόησης με την Επιχείρηση", ενώ με τις υπόλοιπες η εκτέλεση του έργου "Σ. και ρεπορτάζ για την καθημερινή εκπομπή Ε. Δ. και το πρωινό του Σ.", εμπεριέχονταν οι ίδιοι, και με την ίδια διατύπωση, όροι, το ύψος δε της αμοιβής (εργολαβικό αντάλλαγμα) της ενάγουσας καθορίσθηκε μ' αυτές στο ίδιο ποσό, ανερχόμενο σε 1143,75 ευρώ μηνιαίως, που θα καταβαλλόταν με την έκδοση του σχετικού δελτίου παροχής υπηρεσιών. Στις συμβάσεις αυτές συμφωνήθηκε μεταξύ των άλλων ότι α) το εργολαβικό αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου θα καταβάλλεται προς διευκόλυνση της ενάγουσας σε μηνιαίες δόσεις και ότι με το αντάλλαγμα αυτό καλύπτονται όλες οι δαπάνες και η αμοιβή της ενάγουσας, καθώς και οι κρατήσεις υπέρ τρίτων, το χαρτόσημο και ο φόρος εισοδήματος, ενώ για την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος η ενάγουσα οφείλει να εκδώσει, όπως προαναφέρθηκε, το προβλεπόμενο από τον Κ.Β.Σ Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, β) πέραν του συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος ουδεμία άλλη απαίτηση για οποιαδήποτε αιτία διατηρεί η ενάγουσα για το υπ' αυτής παρεχόμενο έργο, γ) η ενάγουσα κατά την εκτέλεση έργου: 1) δεν έχει ωράριο απασχόλησης, 2) δεν ελέγχεται ως προς τον τρόπο εκτέλεσης του έργου και 3) η παραμονή της στους χώρους της Δημοτικής Επιχείρησης για την εκτέλεση του έργου γίνεται αποκλειστικά για διευκόλυνσή της, δ) η ενάγουσα υποχρεούται να εκτελέσει με επιμέλεια το έργο που αναλαμβάνει κατά τον τρόπο που υπαγορεύουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, απαγορεύεται δε σ' αυτήν οποιαδήποτε ενέργεια που ενδεχόμενα μπορεί να βλάψει το έργο, την πίστη ή τη φήμη της Δημοτικής Επιχείρησης και ε) τα συμβαλλόμενα μέρη αποβλέπουν με την παρούσα σύμβαση αποκλειστικά στο αποτέλεσμα του έργου της ενάγουσας. Κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα η ενάγουσα σ' εκτέλεση των συμβάσεων αυτών απασχολήθηκε στην εναγομένη με την επιμέλεια σύντομων συνεντεύξεων, συνήθως ηχογραφημένων και όχι ζωντανών. Ειδικότερα είχε ζητηθεί από την ενάγουσα η παρουσίαση περιπτώσεων ανθρώπων, που είχαν αναδειχθεί επαγγελματικά εν μέσω κρίσης, επρόκειτο δε για θέματα- συνεντεύξεις που η ίδια ετοίμαζε, χωρίς σταθερή ή συστηματική φυσική της παρουσία στο χώρο του ραδιοφωνικού σταθμού, καθώς η ηχογράφηση των συνεντεύξεων μπορούσε να γίνει τόσο στις εγκαταστάσεις του σταθμού, όσο και σε εξωτερικό χώρο ή στον επαγγελματικό χώρο του συνεντευξιαζόμενού. Τα θέματα-συνεντεύξεις επέλεγε η ενάγουσα αποκλειστικά η ίδια με πλήρη ανεξαρτησία και πρωτοβουλία, η μόνη δε χαλαρή εξάρτηση της από την εναγομένη εκδηλωνόταν στην υποχρέωσή της τα εν λόγω θέματα-συνεντεύξεις να συμβαδίζουν με τη γενική φυσιογνωμία του σταθμού της εναγομένης και το ύφος και τη θεματολογία των συγκεκριμένων εκπομπών. Ακόμη αποδείχθηκε ότι πέραν της προκαθορισμένης από την εναγομένη ημέρας και ώρας των εκάστοτε ανατεθεισών στην ενάγουσα εκπομπών, τα μέρη δεν είχαν καθορίσει συγκεκριμένο χρονικό ωράριο απασχόλησης της τελευταίας, με αποτέλεσμα αυτή να ρυθμίζει κατά το δοκούν το χρόνο προετοιμασίας των θεμάτων- συνεντεύξεων, των οποίων είχε την επιμέλεια. Ενόψει της φύσης αυτής του ανατεθέντος στην ενάγουσα έργου τόσο με τη σύμβαση που καταρτίσθηκε αρχικά προφορικά μεταξύ των διαδίκων τον Οκτώβριο του έτους 1999, όσο και με τις μεταγενέστερες διαδοχικά συναφθείσες μεταξύ των ιδίων συμβάσεις, από τον Μάρτιο του έτους 2011 προκύπτει ότι οι διάδικοι δεν επιδίωξαν μ' αυτές την κατάρτιση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, αφού είναι σαφές ότι η εναγόμενη, ως εργοδότρια, απέβλεψε στην από μέρους της ενάγουσας παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος. Δηλαδή της αρχισυνταξίας και παραγωγής από την ενάγουσα στο ραδιοφωνικό σταθμό της εναγόμενης των δυο πρώτων εκπομπών με τους τίτλους "Η έκτη ημέρα" και "οι Κ. είναι υπέροχες" και στη συνέχεια της επιμέλειας και παραγωγής των θεμάτων- συνεντεύξεων των άλλων εκπομπών με τους τίτλους "Κ. Α.", "Ε. δόση" και "Π. του Σ.", χωρίς πρόδηλα, κατά την αρχισυνταξία, παραγωγή και επιμέλεια των εκπομπών αυτών, να τελεί αυτή υπό την εξάρτηση της εναγομένης, με την έννοια της υποχρέωσης της να υπακούει στις εντολές και οδηγίες της εργοδότριάς της. Αντίθετα μάλιστα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι η αρχισυνταξία, η παραγωγή και η επιμέλεια των εκπομπών αυτών από την ενάγουσα ενείχαν το στοιχείο της προσωπικής ανεξαρτησίας της τελευταίας. Κατά συνέπεια οι ανωτέρω μεταξύ των διαδίκων συναφθείσες συμβάσεις έφεραν τον χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου και όχι σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Ο χαρακτήρας των εν λόγω συμβάσεων δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η αμοιβή (εργολαβικό αντάλλαγμα) που έχει συμφωνηθεί, καταβαλλόταν όχι εφάπαξ, αλλά κατά μήνα, γεγονός όμως, που δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στο νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, που συνδέει την εναγόμενη με την ενάγουσα. Εξάλλου σ' όλες τις συμβάσεις που κατάρτισε η εναγομένη με την ενάγουσα μετά την 1.3.2011 ρητά αναφέρεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι η καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος σε μηνιαία βάση γίνεται προς διευκόλυνση της τελευταίας. Ακόμη εάν η ενάγουσα συνδεόταν πραγματικά με την εναγομένη με τη σχέση, που υποστηρίζει, δηλαδή αυτή της εξαρτημένης εργασίας, λογικά δεν θα έπρεπε αυτή να δέχεται να αμείβεται με Δελτία Παροχής Υπηρεσιών, στα οποία αναγράφεται ως αιτία καταβολής της μηνιαίας αμοιβής της η λέξη "συνεργασία" και να στερείται των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση της εξαρτημένης εργασίας, αλλά ούτε και να δηλώνει η ίδια ότι η σχέση της εργασίας της με την επιχείρηση της εναγομένης είναι "έργου", όπως αυτό προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την τελευταία με ημερομηνία 18.4.2011 πληροφοριακό δελτίο εργαζομένου Δ. (Δ. Α. Ε. Ρ. Α.) που φέρει τα στοιχεία και τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή της ενάγουσας. Αντίθετη με την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι οι συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έφεραν τον χαρακτήρα της συμβάσεως μίσθωσης έργου, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δ. Κ. Ρ., δημοσιογράφου, ούτε από τις καταθέσεις των ενόρκως βεβαιούντων μαρτύρων Μ. Γ. και Ε. Κ., επίσης δημοσιογράφων, οι οποίοι κατέθεσαν για γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και κάποια από αυτά δεν είναι κρίσιμα για την προκειμένη περίπτωση, όπως για το χρόνο και τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων-συνεντεύξεων στις προαναφερθείσες εκπομπές, τα θέματα τα οποία διαπραγματεύονταν, το ότι η ενάγουσα εργαζόταν πολλές ώρες για την προετοιμασία των θεμάτων-συνεντεύξεων. Πλην όμως για τα κρίσιμα στην προκειμένη περίπτωσή περιστατικά, όπως εάν υπήρχε υποχρέωση της ενάγουσας να ακολουθεί και να συμμορφώνεται προς τις δεσμευτικές οδηγίες και εντολές της εναγομένης ως προς το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας της, αυτοί ουδέν κατέθεσαν. Ενόψει όλων των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν σχετικά με τον τρόπο που καταρτίσθηκε και λειτούργησε η μεταξύ των διαδίκων κρινόμενη έννομη σχέση, αξιολογούμενη με βάση τις αρχές της καλής πίστης και όπως απαιτείται από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις και διατάξεις που αναφέρονται. στη μείζονα πρόταση της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη υπόθεση αποδείχθηκε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τις διαδίκους καθόλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους από τον Οκτώβριο του έτους 1999 μέχρι 31.1.2013 ήταν αυτή της σύμβασης έργου και δεν είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Η επίδικη έννομη σχέση φέρει τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως έργου, διότι το κριτήριο της νομικής δεσμεύσεως και εξαρτήσεως της ενάγουσας από την εναγομένη παρίστατο ιδιαίτερα χαλαρό, υπό την έννοια ότι αυτή ως δημοσιογράφος είχε μεν συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών, το οποίο όμως ήταν απολύτως ενταγμένο στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, χωρίς οποιαδήποτε νομική εξάρτηση από την εναγομένη κατά την παραπάνω έννοια του δικαιώματος αυτής να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας της ενάγουσας και να παρέχει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες για την προσήκουσα εκτέλεση των υπηρεσιών της, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αποτελούσε μέλος του προσωπικού της εναγόμενης. Κατ' ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις και διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, προκειμένης συμβάσεως έργου, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, έπρεπε η ένδικη αγωγή με την οποία αξιώνονται, με βάση τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μισθοί υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης, χωρίς έγγραφη καταγγελία, και καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης, άλλως αποζημίωση λόγω καταγγελίας και επιπλέον διαφορές αποδοχών καθώς και επιδόματα εορτών και αδείας, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή ως νόμιμου και βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού που η εναγόμενη παραδεκτά είχε προτείνει ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις πρωτόδικες προτάσεις της και τον οποίο επαναφέρει προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης έφεσής της. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε αντίθετα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, αλλά και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η έφεση της ενάγουσας......... να γίνει δεκτή η έφεση της εναγομένης ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ως άνω από 26.3.2014 αγωγή της ενάγουσας κατ' ουσίαν (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη..." Με τις προεκτεθείσες παραδοχές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι οι ως άνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις είχαν τον χαρακτήρα συμβάσεων μίσθωσης έργου και όχι μιας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως προέβαλλε η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι δικαιούτο βάσει της εν λόγω σύμβασης μισθούς υπερημερίας, διαφορές αποδοχών, επιδόματα εορτών και επικουρικά αποζημίωση απόλυσης, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, υπό την παραδοχή δε αυτή απέρριψε την αγωγή κατ' ουσίαν, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχτεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 648 και 681 ΑΚ ως και τις προστατευτικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, τις οποίες δεν εφάρμοσε, διέλαβε δε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Συγκεκριμένα, το ως άνω Δικαστήριο,, αφού διαπίστωσε έμμεσα κενό στην σύμβαση των διαδίκων, προέβη στην ερμηνεία αυτής και μετά προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τους οποίους επικαλέστηκε, έκρινε ως προσήκοντα στην εν λόγω σύμβαση τον προαναφερόμενο χαρακτηρισμό. Η κρίση του δε αυτή, βάσει όσων στοιχείων ανέλεγκτα δέχθηκε ως αποδειχθέντα, εναρμονίζεται πλήρως προς τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών των προαναφερομένων άρθρων, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, α) ότι οι διάδικοι δεν επεδίωξαν την κατάρτιση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον η εναγομένη ως εργοδότρια απέβλεπε στην από μέρους της ενάγουσας παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών προς επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, ήτοι της αρχισυνταξίας και παραγωγής από την ενάγουσα στο ραδιοφωνικό σταθμό της εναγόμενης των δυο πρώτων εκπομπών με τους τίτλους "Η έκτη ημέρα" και "οι Κ. είναι υπέροχες" και στη συνέχεια της επιμέλειας και παραγωγής των θεμάτων- συνεντεύξεων των άλλων εκπομπών με τους τίτλους "Κ. Α.", "Ε. δόση" και "Π. του Σ.", β) ότι κατά την αρχισυνταξία, παραγωγή και επιμέλεια των εκπομπών αυτών, δεν τελούσε αυτή υπό την εξάρτηση της εναγομένης, με την έννοια της υποχρέωσής της να υπακούει στις εντολές και οδηγίες της εργοδότριάς της, αλλά η αρχισυνταξία, η παραγωγή και η επιμέλεια των εκπομπών αυτών από την ενάγουσα ενείχαν το στοιχείο της προσωπικής ανεξαρτησίας της τελευταίας, γ) ότι δεν τηρούσε συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, υποχρεούμενη μόνο στην ολοκλήρωση της προετοιμασίας των εν λόγω εκπομπών πριν την παρουσίασή τους από το ραδιοφωνικό σταθμό την καθορισμένη ημέρα και ώρα, χωρίς να δεσμεύεται ως προς τον τόπο και τον χρόνο της προετοιμασίας και χωρίς καμία παρέμβαση της εναγομένης ως προς την επιλογή των θεμάτων και των προσκεκλημένων των εκπομπών προσώπων, για τα οποία συνεννοείτο με τη παρουσιάστρια των δύο πρώτων εκπομπών και για τη μεταγενέστερη εκπομπή με την επιχείρηση, για τις υπόλοιπες δε εκπομπές η επιλογή των θεμάτων, του ρεπορτάζ και των συνεντεύξεων ανήκε αποκλειστικά στην ίδια, δ) ότι ρητά αποτυπώθηκε και στις έγγραφες για τις ανωτέρω εκπομπές καταρτισθείσες επιμέρους συμβάσεις ότι η ενάγουσα δεν θα ελέγχεται ως προς τον τρόπο εκτέλεσης του έργου, μέσα στα πλαίσια που υπαγορεύουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και ακόμη αναφέρεται, ότι δεν έχει ωράριο και η παραμονή της στους χώρους της επιχείρησης γίνεται μόνο για διευκόλυνσή της, ε) ότι για την καταβολή της αμοιβής της εξέδιδε προς την εναγόμενη δελτία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζονται επαρκώς τα βασικά κριτήρια του χαρακτηρισμού των εν λόγω συμβάσεων ως συμβάσεων μίσθωσης έργου, ενώ, ενόψει του αντικειμένου και του σκοπού των εν λόγω συμβάσεων ως και των πραγματικών συνθηκών παροχής της εργασίας, η καταβαλλόμενη κατά μήνα αμοιβή της ενάγουσας, υπό τη μορφή εκδιδομένων από αυτήν δελτίων παροχής υπηρεσιών και η συμμόρφωση προς τις εντολές της Διεύθυνσης της εναγομένης ως προς το ύφος και τα γενικά πλαίσια των εκπομπών, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, δεν επαρκούν να προσδώσουν στις εν λόγω συμβάσεις τον χαρακτηρισμό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτή, ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χαρακτηρισμού των συμβάσεων που συνέδεε την αναιρεσείουσα με την αναιρεσίβλητη την απαιτούμενη αιτιολογία και αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς ως άνω διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η σχέση που συνέδεε την αναιρεσείουσα με την αναιρεσίβλητη ήταν αυτή της μίσθωσης έργου. Συνεπώς, ο πρώτος εκ των αριθμών 1α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτιάσεις ότι με τις προεκτεθείσες παραδοχές του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 648, 669, 672, ΑΚ, 1 και 8 ν.2112/1920 και 11 Π.Δ 164/2004, καθόσον δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα παρείχε τις υπηρεσίες της με συμβάσεις μίσθωσης έργου και όχι εξαρτημένης εργασίας και παρότι διεπίστωσε κενό στις συμβάσεις (προφορική και έγγραφες) των διαδίκων, παρέλειψε να προβεί σε ερμηνεία αυτής βάσει των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, προσέτι δε διέλαβε και ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης, ως προς την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη το Δικαστήριο τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, ο ίδιος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίζονται ποια συγκεκριμένα διδάγματα δεν έλαβε υπόψη. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του ως προς τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, χωρίς να απαιτείται να γίνεται στο σκεπτικό της απόφασης ειδική μνεία ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί να αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα με νόμιμη επίκληση προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται κατ' είδος, χωρίς να υφίσταται ανάγκη και ειδικής αξιολόγησης καθενός και διάκρισης, εάν παρέχει άμεση απόδειξη ή αποτελεί δικαστικό τεκμήριο, εάν όμως από το όλο περιεχόμενο της απόφασης καταλείπεται αμφιβολία αν λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, που αφορά ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 11 εδ. γ' ΚΠολΔ, ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (ΑΠ 804/2022, ΑΠ 1186/2021, ΑΠ 957/2020, ΑΠ 879/2020. ΑΠ 50/2020). Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που η αναιρεσείουσα νόμιμα με επίκληση προσκόμισε και συγκεκριμένα α) τις υπ' αριθ. 136 / 21.1.2009 ποσού 493,48 ευρώ, με αιτιολογία "κάλυψη 7.12.2008", 147/ 2.2.2009 ποσού 986,96 ευρώ με αιτιολογία "συνεργασία μηνών Δεκεμβρίου 2008 - Ιανουαρίου 2009", 39 / 2.5.2011 ποσού.1.412,50 ευρώ με αιτιολογία "συνεργασία Απριλίου 2011", αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εξέδωσε η αναιρεσείουσα προς την αναιρεσίβλητη, από τις οποίες προκύπτει ότι εκτός του μισθού της ελάμβανε και δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, που υποδηλώνουν σύμβαση εξαρτημένη εργασίας. Το ίδιο δε συμπέρασμα εξάγεται και από τις προσκομιζόμενες από την αναιρεσίβλητη υπ' αριθ. 41 / 10.12.1999 και 43 / 31.12.1999, ποσού 100.000 δραχμών εκάστης με αιτιολογία "συνεργασία" και "συνεργασία Δεκεμβρίου" αντίστοιχα, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε η αναιρεσείουσα, για την καταβολή προς αυτήν μισθού και δώρου Χριστουγέννων έτους 1999. Ο ως άνω λόγος όμως, εκ του αρ. 11 εδ. γ' 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Μονομελές Εφετείο μνημονεύει ότι έλαβε υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του και όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, από την εν λόγω δε μνεία και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην οποία περιέχονται ειδικότερη αιτιολογία και όσον αφορά τη λέξη "συνεργασία", που αναγράφεται στα εκδιδόμενα από την αναιρεσείουσα δελτία παροχής υπηρεσιών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Μονομελές Εφετείο έλαβε υπόψη του προς σχηματισμό της κρίσης του και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν αυτών, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου νομικού προσώπου - δημοτικής επιχείρησης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από 16 Ιανουαρίου 2018 με αριθμό κατάθεσης 565/41/2019 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 188/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.