Εργαζόμενοι στις υπηρεσίες καθαριότητας Νοσοκομειακών χώρων και βιβλιάριο υγείας Για τους εργαζομένους στις υπηρεσίες καθαριότητας των νοσοκομειακών χώρων απαιτείται η κατοχή του βιβλιαρίου υγείας, δεδομένου ότι οι επιτελούντες το έργο της καθαριότητας έρχονται σε επαφή με τους θαλάμους, νιπτήρες, τουαλέτες των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, αλλά και με ειδικούς χώρους όπως χειρουργεία, κουζίνα κ.λπ. από όπου είναι δυνατό να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία. Α.Π. 437/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: ο κ. Γεωρ. Αναστασάκος Δικηγόροι: οι κ.κ. Δημήτριος Σαββόπουλος - Θεοφ. Αρχιμανδρίτης ...Όταν ο νόμος απαγορεύει την απασχόληση σε ορισμένο επάγγελμα των προσώπων που δεν είναι εφοδιασμένα με βιβλιάριο υγείας η σύμβαση εργασίας των προσώπων αυτών είναι άκυρη. Η ακυρότητα αυτή επειδή αφορά τη δημοσία τάξη εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Εξ άλλου από τις παραγράφους 1, 3, 4 και 6 του άρθρου 14 της Υ.Α. Αιβ/8577/1983 Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την Υ.Α. 8405/29.10.1992 του αυτού Υπουργού ορίζεται, ότι όσοι απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με Βιβλιάριο Υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του. Το Βιβλιάριο Υγείας εκδίδεται από την οικεία Υγειονομική Υπηρεσία. Για το σκοπό αυτό ο ενδιαφερόμενος εξετάζεται από τον ιατρό της ανωτέρω υπηρεσίας ή από άλλο κρατικό ιατρό ή ν.π.δ.δ., που θα ορίζεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη. Για την απόκτηση του Βιβλιαρίου Υγείας οι εργαζόμενοι σε καταστήματα ή εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος υποβάλλονται υποχρεωτικά μεν σε ιατρική κλινική εξέταση, σε παρακλινικές εξετάσεις δε κατά την κρίση του εξεταστή ιατρού. Το βιβλιάριο υγείας θεωρείται αφού συμπληρωθούν πέντε έτη από την ημερομηνία εκδόσεώς του ή της τελευταίας θεωρήσεώς του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι σκοπός της εκδόσεως του βιβλιαρίου υγείας είναι η βεβαίωση, ότι ο κάτοχος δεν πάσχει από μειοδοτικό ή άλλο νόσημα που δεν είναι συμβατό με την απασχόλησή του, ώστε να ενημερώνεται ο εργοδότης, ο οποίος πρόκειται να του προσλάβει, ότι μπορεί να τον απασχολήσει στην επιχείρησή του χωρίς κίνδυνο της δημοσίας υγείας και τα αρμόδια κρατικά όργανα να μπορούν να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων της παραπάνω αποφάσεως. Ο σκοπός αυτός εκπληρούται με την απόκτηση από τον εργαζόμενο εγκύρου βιβλιαρίου υγείας ή την θεώρηση αυτού. Περαιτέρω, ως καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 5 της Υ.Α. Αιβ/8577/1983 Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας είναι και τα καταστήματα προσφοράς υπηρεσιών εξαιτίας των οποίων μπορεί να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία, όπως είναι και τα νοσοκομεία. Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι για τους εργαζομένους στις υπηρεσίες καθαριότητας των νοσοκομειακών χώρων απαιτείται η κατοχή του ως άνω βιβλιαρίου υγείας, δεδομένου ότι οι επιτελούντες το έργο της καθαριότητας έρχονται σε επαφή με τους θαλάμους, τους νιπτήρες, τις τουαλέτες των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, αλλά και με ειδικούς χώρους όπως τα χειρουργεία, η κουζίνα, η αποστείρωση, από όπου είναι δυνατό να προκληθεί βλάβη στη δημόσια υγεία. Ειδικότερα, οι ως άνω υπηρεσίες συνεπάγονται άμεση επαφή με τους χρήστες τους, αφού μεταξύ της παροχής εργασίας και της χρήσης των υπηρεσιών αυτών (από το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, ασθενείς επισκέπτες κ.λπ.) δεν παρεμβάλλεται άλλη ενέργεια ικανή να αποσοβήσει τη σοβαρή επικινδυνότητά τους να μεταδώσουν στους τελευταίους τα νοσήματα, από τα οποία μπορεί να πάσχει ο εργαζόμενος ή τα μικρόβια και τους άλλους παθολογικούς μικροοργανισμούς των οποίων μπορεί να είναι φορέας. Ομοίως η κατοχή αυτού του βιβλιαρίου απαιτείται και για τους προϊσταμένους των εργαζομένων στην καθαριότητα των χώρων αυτών, δεδομένου ότι και αυτοί με την σειρά τους έρχονται σε επαφή με τους ως άνω χώρους κατά την άσκηση των καθηκόντων επίβλεψης και οργάνωσης της εργασίας αλλά επιπλέον έρχονται σε επαφή και με τους υφισταμένους τους που εργάζονται εκεί κατά την ώρα εργασίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρθ. 904 ΑΚ, που ορίζει ότι, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της παροχής εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τα απαιτούμενα, κατά νόμο, για τη συγκεκριμένη εργασία τυπικά προσόντα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 158, 159 παρ. 1, 174, 180 και 904 ΑΚ προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση, τέτοια δε είναι και η σύμβαση με εργαζόμενο που δεν είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας δημιουργείται απλή εργασιακή σχέση και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει από τον εργοδότη την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο τελευταίος από την παρασχεθείσα εργασία. Η ωφέλεια αυτή, αποτιμώμενη, συνίσταται στο μισθό που θα κατέβαλλε ο εργοδότης δυνάμει έγκυρης σύμβασης εργασίας σε άλλο μισθωτό του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία υπό τις επικρατούσες στον τόπο παροχής της συνθήκες, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις που θα δικαιούτο αυτός, εάν συνήπτε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπο του ιδιαιτέρων περιστάσεων και ειδικότερα λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δε θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί εγκύρως, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι αντίστοιχες Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. Αν ο εργοδότης καταβάλει στο προσωπικό του αυξημένες αποδοχές σε σχέση με τις προβλεπόμενες από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για τον προσδιορισμό της αποδοτέας ωφέλειας η αποζημίωση θα υπολογισθεί με τις καταβαλλόμενες αποδοχές και όχι τα κατώτατα όρια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Α.Π. 413/1980 ΕΕργΔ 40 140). Οι αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη γίνονται τοκοφόρες από την όχληση ή την κοινοποίηση της αγωγής, αφότου δηλαδή γίνεται υπερήμερος ο εργοδότης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 910 ΑΚ. Αν όμως η παρασχεθείσα εργασία ήταν παράνομη ή ανήθικη, οφείλονται τόκοι υπερημερίας από το τέλος του μήνα ή της περιόδου που θα ήταν καταβλητέες, ως αποδοχές από έγκυρη σύμβαση ή νόμιμη εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 911 παρ. 2 Α.Κ., όπως λ.χ. όταν η ακυρότητα της σύμβασης εργασίας οφείλεται στην έλλειψη νομίμων προσόντων, (βιβλιάριο υγείας, πτυχίου ειδικότητας). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/1981 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας της 18130/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών και την Φ. 27019/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 1 του β.δ. 748/1966 και το άρθρ. 2 του ν. 435/1976, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του α.ν. 539/1945, του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΣΣΕ) και 1 παρ. 2 ν. 435/1976 συνάγεται ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας, και επίδομα αδείας προσαύξηση 25% νυκτερινής εργασίας και 75% εργασίας κατά Κυριακές και προσαύξηση ίση προς 100% του καταβαλλομένου ημερομισθίου για παρασχεθείσα παράνομη υπερωριακή απασχόληση, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους - βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας - με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα σημείο τους δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της ΥΑ 19040/1981 και του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής (που η εκτίμησή της ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την επίκληση καταρτίσεως μεταξύ αυτού και της εναγομένης, ήδη αναιρεσείουσας σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προσελήφθη από την εναγομένη ως προϊστάμενος συνεργείου καθαριότητας, στην επιχείρηση καθαρισμών και υποστήριξης κτιρίων της τελευταίας, με συμφωνηθέντα και καταβαλλόμενο μισθό 1500 ευρώ (καθαρά - χωρίς κρατήσεις) και ότι η σύμβαση εργασίας του ήταν άκυρη διότι δεν ήταν εφοδιασμένος με το απαιτούμενο βιβλιάριο υγείας και ότι με την προαναφερομένη ειδικότητα προσέφερε τις υπηρεσίες του από την πρόσληψή του (1.9.2006) μέχρι και την 17.9.2008. Μετά από αυτά ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει συνολικά 20.810,20 ευρώ (6.550 για διαφορές αποδοχών 3.960 ευρώ άδεια, 1.980 ευρώ για επίδομα άδειας, 4.820,20 ευρώ για Δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων, 3.500 ευρώ για αποζημίωση απολύσεως). Τα προαναφερόμενα ποσά ο ενάγων ζητεί, λόγω ακυρότητος της εργασιακής του σύμβασης διότι τα ποσά αυτά η εναγομένη θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο, που αναγκαία και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα προσλάμβανε για να προσφέρει την ίδια εργασία με αυτόν και ότι έτσι κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία (βλ. αγωγή). Το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επικύρωσε την πρωτόδικη 185/2010 απόφαση, η οποία δέχθηκε νόμιμη την ένδικη, ως άνω, αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις του α.ν. 539/1945, αρθ. 1 του ν. 1082/1980, απόφαση 19040/1941 και 12921/1981 Υπουργού Εργασίας, αρθ. 5 του ν. 3198/1955, 648, 649, 655, 340, 341, 345, 346, 904 του Α.Κ. και κατ' ουσίαν βάσιμη. Έτσι που έκρινε το εφετείο, επιδικάζοντας επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές τα οποία οφείλοντο στον ενάγοντα και με απλή σχέση εργασίας ιστορική βάση της οποίας τα θεμελιωτικά πραγματικά περιστατικά περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής και ήταν εκ του νόμου σ' αυτόν καταβλητέα και όχι με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και πρέπει μετά από αντικατάσταση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως με τις παραπάνω (αιτιολογίες), να απορριφθούν οι εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις ότι το εφετείο επιδικάζοντας τα ως άνω ποσά στον ενάγοντα, ως "ωφέλεια" της εναγομένης αξίωσε λιγότερες από τις αιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 904 ΑΚ και ότι η ένδικη αγωγή εκ του λόγου τούτου ήταν μη νόμιμη και περαιτέρω ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικές παραδοχές επί του άνω ζητήματα της "ωφέλειας" σε σχέση με τον συμφωνηθέντα και καταβαλλόμενο στον ενάγοντα μισθό. Οι παραπάνω λόγοι της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα εις το διατακτικό, ειδικότερα, οριζόμενα.