Μετάθεση εργαζομένου σε υποκατάστημα και προϋποθέσεις Κατά το άρθρο 652 ΑΚ ο εργοδότης ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα, για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του, σε διάφορους τόπους, έχει το δικαίωμα, εφόσον δεν εμποδίζεται από όρο της εργασιακής σύμβασης, να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλο τόπο από εκείνο στον οποίο αυτός υπηρετεί. Για τη μετάθεση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του μισθωτού και συγκεκριμένα η μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και η συνεπεία αυτής, δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβιώσεως αυτού και της οικογενείας του, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες του/της συζύγου του και τέλος, η δυνατότητα μετακίνησης νεοτέρου ως προς την ηλικία και την υπηρεσία υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια η οποία αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη. Α.Π. 939/2015 Πρόεδρος: ο κ. Χριστόφ. Κοσμίδης Εισηγητής: ο κ. Δημ. Μουστάκας Δικηγόροι: οι κ.κ. Δημ. Λυκοκάπης - Χρισ. Χριστόπουλος 1. Κατά το άρθρο 652 του ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίσει κάθε τι που ανάγεται στην οργάνωση και τη λειτουργία της επιχειρήσεώς του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από τους όρους της συμβάσεως, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και από το νόμο. Ειδικότερα, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, με σκοπό την οργάνωση της επιχειρήσεώς του κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο, να καθορίζει την έκταση της υποχρεώσεως του εργαζόμενου για εργασία, όπως το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο και τις συνθήκες παροχής της εργασίας και τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, τα οποία πρέπει να εκτελεί ο τελευταίος. Επομένως, ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του σε διάφορους τόπους, έχει το δικαίωμα, εφόσον δεν εμποδίζεται από όρο της εργασιακής σύμβασης, να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλο τόπο από εκείνο στον οποίο αυτός υπηρετεί, αλλά για τη μετάθεση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του μισθωτού και συγκεκριμένα η μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και η συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες του (ή της) συζύγου του και, τέλος, η δυνατότητα μετακίνησης νεότερου ως προς την ηλικία και την υπηρεσία υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια η οποία αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη. Συνεπώς, κάθε τροποποίηση όρου της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, η οποία δεν επιτρέπεται σε αυτόν από τη σύμβαση ή από το νόμο, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως σε βάρος του εργαζόμενου. Στις περιπτώσεις αυτές ο εργαζόμενος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 652, 656, 349-351 ΑΚ, 7 παρ.1 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη. β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, για το ορισμένο του οποίου πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ. Α.Π. 7/2014, 2/2013). Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας ή όταν γεννιέται αμφιβολία για την έννοια απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία ή η δήλωση είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, αν και ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ωστόσο, μόνη η παράλειψη μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παράβασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε τελικά υπόψη κατά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας τα κριτήρια που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. Η διαπίστωση, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά ενδέχεται να προκύπτει και έμμεσα απ' αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Περίπτωση τέτοιας έμμεσης, αλλά σαφούς διαπίστωσης κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία συντρέχει, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο της ουσίας κατέφυγε για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό της σε έγγραφα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το συστατικό ή αποδεικτικό έγγραφο. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Πρέπει δε, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας που δεν ερμηνεύθηκε ή εσφαλμένα ερμηνεύθηκε, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας ως προς τη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, το περιεχόμενο που έπρεπε να προσδώσει σ' αυτή με σωστή ερμηνεία η απόφαση και σε τι συνίσταται το σφάλμα της ως προς την παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων (Α.Π. 349/2014, Α.Π. 960/2013, Α.Π. 1098/2011). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνο όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, ενώ αν πρόκειται για ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου και γενικότερα για παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του ως άνω άρθρου (Ολ. Α.Π. 12/2000, 1/1999). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), όταν δηλαδή δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό πόρισμά της και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Ολ. Α.Π. 1/1999). 2. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: Ότι ο ενάγων [ήδη αναιρεσείων] με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στη Θήβα το έτος 1991, προσελήφθη από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΡΟ ΑΕ" [ήδη αναιρεσίβλητης], με την ειδικότητα του εργάτη (οικοδόμου). Ότι η εναγομένη έχει ως επιχειρησιακό αντικείμενο την ανάληψη και εκτέλεση τεχνικών έργων του Δημοσίου, μέχρι δε το έτος 1997 έδρα της ήταν η Θήβα και έκτοτε το .... Ότι η εναγομένη ρύθμιζε τα θέματα απασχόλησης των εργαζομένων της και του τόπου παροχής των υπηρεσιών τους αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζόμενων αναγκών και στα πλαίσια άσκησης του διευθυντικού της δικαιώματος, όπως συνέβη και στην περίπτωση του ενάγοντος, ο οποίος, αρχικά, παρείχε τις υπηρεσίες του ως εργάτης τόσο στη Θήβα όσο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου υπήρχαν εργοτάξιά της. Ότι, από το τέλος του έτους 1992, ο ενάγων άλλαξε ειδικότητα και έκτοτε η εναγομένη τον απασχολούσε ως τεχνικό υπάλληλο των γραφείων της στη Θήβα. Ότι στην αρχική, προφορική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος δεν περιελήφθη όρος περί αποκλειστικής παροχής εκ μέρους του της εργασίας του στη Θήβα, αφού το επιχειρησιακό αντικείμενο της εναγομένης ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η ανάληψη και εκτέλεση τεχνικών έργων σε όλη την ελληνική επικράτεια, αντίκειται δε στην κοινή λογική και στα διδάγματα της κοινής πείρας η εκ μέρους της συνομολόγηση τέτοιου όρου κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης εργασίας. Ότι ο ίδιος ο ενάγων, στην από 17.12.2002 επιστολή του προς την εναγομένη, δέχεται ότι επανειλημμένα αυτός είχε μετακινηθεί επί ημερησίας βάσεως, εκτελώντας τα καθήκοντά του σε διάφορες πόλεις, όπως σε Λαμία, Αθήνα, Λιβαδειά, Χαλκίδα, Τρίκαλα, Στυλίδα κ.λπ. Ότι, κατά το έτος 1994, όλοι οι εργαζόμενοι της εναγομένης κλήθηκαν να καταρτίσουν έγγραφες, πλέον, συμβάσεις εργασίας, όμως κάποιοι απ' αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, δεν τις υπέγραψαν. Ότι, από τα μέσα του έτους 2002, η εναγομένη έπαυσε να αναλαμβάνει τεχνικά έργα (δημόσια ή ιδιωτικά) στην περιοχή της Βοιωτίας, ενώ αποπεράτωσε και τα εκτελούμενα από αυτή έργα. Ότι για το λόγο αυτό οι περισσότεροι των εργαζομένων της, σε εκτέλεση του παραπάνω όρου της εργασιακής τους σύμβασης, περί του τόπου παροχής της εργασίας τους όπου παρίσταται ανάγκη λόγω εκτέλεσης έργων, μετατέθηκαν σε άλλα εργοτάξιά της και, ειδικότερα, στα εργοτάξια της Ιστιαίας Ευβοίας, της Ραπεντώσας Αττικής (Μαραθώνας) και της Καλύμνου Δωδεκανήσου, όπου βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη η εκτέλεση δημόσιων έργων. Ότι ελάχιστους εργαζόμενους, τους οποίους δεν είχε, πλέον, ανάγκη η εναγομένη ούτε στα άλλα εργοτάξιά της, τους απέλυσε, καταβάλλοντάς τους τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι στο εργοτάξιο της Θήβας παρέμειναν πέντε εργαζόμενοι, δηλαδή δύο υπάλληλοι γραφείου, ένας εργοδηγός και δύο οδηγοί, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα απασχόλησης σ' αυτό του ενάγοντος, τον οποίο η εταιρεία κάλεσε επανειλημμένα, εγγράφως, αλλά και προφορικά, ζητώντας του να μετατεθεί, επιλέγοντας ο ίδιος έναν από τους προτεινόμενους τόπους παροχής της εργασίας του στην Αττική (Μαραθώνα και Μαρούσι), οι οποίοι ήταν πλησιέστεροι προς τον τόπο της κατοικίας του (Θήβα), παρέχοντας, έτσι, σ' αυτόν τη δυνατότητα να μετακινείται αυθημερόν από και προς τη Θήβα. Ότι, παράλληλα, η εναγομένη προσφέρθηκε να καταβάλλει στον ενάγοντα όλα τα έξοδα μετακίνησής του, ήταν δε υπό συζήτηση μεταξύ των διαδίκων και το θέμα της υπερωριακής του αμοιβής για τον επί πλέον χρόνο που απαιτείτο για τη μετακίνησή του. Ότι ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι απασχολείτο στο εργοτάξιο της εναγομένης στη Θήβα επί δύο περίπου έτη (2002 μέχρι 2004) χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο εργασίας, αφού η τελευταία απασχολούσε μόνο πέντε εργαζόμενους από τους είκοσι πέντε αρχικώς εργαζόμενους, αμειβόταν δε κανονικά, αρνήθηκε την προσφορά των υπηρεσιών του στην περιοχή της Αττικής και συγκεκριμένα στους προαναφερόμενους τόπους, όταν του προτάθηκε από την εναγομένη η εν λόγω μετακίνηση τόσο το έτος 2002, όσο και στις 27.1.2003, 23.11.2004 και 6.12.2004, με αντίστοιχες επιστολές της προς αυτόν. Ότι μετά ταύτα η εναγομένη, με την από 21.12.2004 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποίησε στον ενάγοντα, του γνωστοποίησε ότι δεν δέχεται πλέον την προσφορά των ανύπαρκτων, κατά τα παραπάνω, υπηρεσιών του και θεωρεί λυθείσα την ένδικη σύμβαση εργασίας από αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού (ενάγοντος), δηλώνοντάς του ότι η μη αποδοχή της μετάθεσής του σε άλλο εργοτάξιο αυτής συνιστά μονομερή εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης. Ότι η παραπάνω δήλωση της εναγομένης έλαβε χώρα μετά από προηγούμενες σχετικές προσκλήσεις των νομίμων εκπροσώπων αυτής προς τον ενάγοντα για την επιλογή του εργοταξίου στο οποίο επιθυμούσε να μετατεθεί, καθώς και μετά από προειδοποιήσεις αυτών για τις συνέπειες της συνεχιζόμενης άρνησής του και, ως εκ τούτου, η παραπάνω, από 21.12.2004, δήλωση δεν ήταν αυθαίρετη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Ότι ενδεικτικό γεγονός του ότι δεν υπήρχε εργασιακό αντικείμενο για τον ενάγοντα στη Θήβα ήταν, μεταξύ άλλων, και το ότι η εναγομένη κατά τη διάρκεια της παραπάνω διετίας (2002 έως 2004) αναγκάστηκε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, επί δύο μήνες κατά το έτος 2003, καταβάλλοντάς του το ήμισυ των αποδοχών του. Ότι η παραπάνω ενέργεια της εναγομένης να μεταθέσει τον ενάγοντα δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης εκ μέρους της, αφού έγινε στα πλαίσια του διευθυντικού της δικαιώματος ως εργοδότριας, η άσκηση του οποίου δεν είναι καταχρηστική. Ότι, ειδικότερα, το ως άνω διευθυντικό δικαίωμα ασκήθηκε απολύτως καλόπιστα και χωρίς υπέρβαση των ορίων που διαγράφουν ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτού, δεδομένου ότι ο ενάγων, εξαιτίας της ελλείψεως δραστηριότητας της εταιρείας στην περιοχή της Θήβας, νόμιμα κλήθηκε να παρέχει τις υπηρεσίες του σε άλλο τόπο (Μαραθώνα ή Μαρούσι), ο οποίος δεν βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την κατοικία του, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι διατηρήθηκαν στη Θήβα άλλοι υπάλληλοι με λιγότερα οικογενειακά βάρη και προσωπικές ανάγκες. Ότι από μόνο το γεγονός της επί σειρά ετών παροχής της εργασίας από τον ενάγοντα στην περιοχή της Θήβας, χωρίς τη συνδρομή άλλων στοιχείων, δεν μπορεί να συναχθεί ότι σιωπηρά προστέθηκε όρος στη σύμβαση εργασίας του για το αμετάθετο αυτού. Και ότι, με τα παραπάνω δεδομένα, η προαναφερθείσα μετάθεση του ενάγοντος δεν συνιστούσε βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του, ενώ η συνεχιζόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα άρνηση αυτού προς παροχή των υπηρεσιών του σε άλλο εργοτάξιο της εναγομένης δεν ήταν νόμιμη, συνιστούσε εκ μέρους αυτού σιωπηρή δήλωσή για λύση της σύμβασης εργασίας και, επομένως, εφόσον ο ίδιος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης. Μετά τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. 3. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ότι η ένδικη εργασιακή σχέση λύθηκε από υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος και όχι με καταγγελία από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια, με συνέπεια να μη δικαιούται αυτός να λάβει την από το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 προβλεπόμενη αποζημίωση, εφόσον, όπως ανέλεγκτα και κατά τρόπο σαφή δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε συμφωνηθεί, ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς, το αμετάθετο του αναιρεσείοντος και η προταθείσα σε αυτόν μετάθεση έγινε για λόγους καθαρά υπηρεσιακούς και δεν συνιστούσε βλαπτική γι' αυτόν μεταβολή των συνθηκών εργασίας, αλλά, αντίθετα, ήταν μέσα στα συμβατικά πλαίσια και στα όρια του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, ενώ η άρνηση του αναιρεσείοντος να αποδεχθεί τη μετακίνησή του αυτή δεν ήταν σύννομη και συνιστούσε σιωπηρή δήλωσή του για λύση της εργασιακής σύμβασης. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του, καθώς και ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος, σύμφωνα με τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση "έτσι όπως αποφάνθηκε, δεχόμενη ότι η σύμβασή του καταγγέλθηκε σιωπηρά από αυτόν, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 669 παρ. 2, 349 έως 351, 361, 281 και 288 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, καθώς και αυτές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στις οποίες δεν προσέφυγε και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ' άρθρο 559 αρ. 1 και 14 ΚΠολΔ", είναι, επίσης, αβάσιμοι. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές και το αποδεικτικό πόρισμα, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον τα εκτιθέμενα στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του (ότι η υπηρεσιακή μετακίνηση, που πρότεινε η αναιρεσίβλητη στον αναιρεσείοντα, δεν ήταν καταχρηστική, αλλά μέσα στα συμβατικά πλαίσια και στις υποχρεώσεις του τελευταίου, ότι ο αναιρεσείων όφειλε να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή της αναιρεσίβλητης και ότι η άρνησή του συνιστούσε σιωπηρή δήλωση για λύση της σύμβασης εργασίας του και, ως εκ τούτου, ο ίδιος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης), καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού των ως άνω κανόνων δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε. Και περισσότερο ειδικά, όσον αφορά στην επικαλούμενη παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ο σχετικός λόγος είναι αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται αν το δικαστήριο της ουσίας διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στην επίδικη σύμβαση, το περιεχόμενο που αυτό έπρεπε να προσδώσει στη σύμβαση με σωστή ερμηνεία και γενικά σε τι συνίσταται το σφάλμα ως προς την παράβαση των ανωτέρω ερμηνευτικών κανόνων. Τέλος, κατά το μέρος που αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, η οποία, όμως, ουδόλως προσδιορίζεται, ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος, δοθέντος ότι αυτός ιδρύεται όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα ή απαράδεκτο ή έκπτωση, που προέρχεται από παράβαση δικονομικής διατάξεως και όχι διατάξεως ουσιαστικού δικαίου. 4. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. Α.Π. 3/1997). Με το δεύτερο λόγο, κατά το πρώτο μέρος, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. α' ΚπολΔ αναιρετική πλημμέλεια, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης περί του ότι η λύση της ένδικης σύμβασης εργασίας επήλθε λόγω της άρνησης του αναιρεσείοντος να αποδεχθεί τη νόμιμη και εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη μετακίνησή του σε διαφορετικό τόπο παροχής της εργασίας του, ενώ τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί από εκείνη. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον, υπό τα ιστορούμενα, δεν πρόκειται για "πράγμα", το οποίο έπρεπε να προταθεί από την αναιρεσίβλητη, ως εναγομένη, αλλά για αρνητικό επιχείρημα, το οποίο προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία και σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση εργασίας δεν καταγγέλθηκε από την αναιρεσίβλητη, αλλά λύθηκε με πρωτοβουλία του αναιρεσείοντος, που απέφυγε αδικαιολόγητα τη μετακίνησή του σε νέο τόπο εργασίας, κατά τα προαναφερθέντα. 5. Κατά το άρθρο 559 αριθμός 11 εδ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 42/2002), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από αυτά, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, δηλαδή ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε και τα οποία είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθόσον αφορά στην απόδειξη του ισχυρισμού του ότι υπήρξε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της επίδικης εργασιακής σύμβασης και ότι η καταγγελία της έγινε από την αναιρεσίβλητη και όχι από αυτόν, ήτοι: 1) την από 17.10.1991 αρχική αναγγελία πρόσληψής του, 2) την από 30.11.1991 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και την από 1.12.1991, μετά από διαμαρτυρία του, νέα πρόσληψή του, 3) την από 27.1.1992 νέα καταγγελία και την από 28.1.1992 εκ νέου πρόσληψή του μετά από διαμαρτυρία του, 4) την από 16.3.1992 νέα καταγγελία και την από 17.3.1992 επαναπρόσληψή του λόγω διαμαρτυριών του, 5) το από 1.6.1997 έγγραφο μεταφοράς, εν αγνοία του, στην εταιρεία ιδίων συμφερόντων με την εναγομένη υπό την επωνυμία "ΕΡΓΟΜΕΤΡΟ ΟΕ" και το από 16.4.1999 έγγραφο επαναφοράς του στην αναιρεσίβλητη, 6) την από 31.10.1994 έγγραφη γνωστοποίηση ουσιωδών όρων σύμβασης με το Π.Δ. 156/1994, την οποία επέστρεψε με τις έγγραφες παρατηρήσεις του, ιδιαίτερα για το λόγο ότι η αναιρεσίβλητη μετέβαλε τη συμφωνία για τον τόπο παροχής των υπηρεσιών του (Θήβα), 7) την από 5.12.2002 επιστολή της αναιρεσίβλητης, με την οποία του πρότεινε να εργασθεί είτε στο Μαρούσι είτε στη Ραπεντώσα Αττικής, 8) την από 17.12.2002 έγγραφη απάντησή του στην ως άνω επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, γίνεται υπενθύμιση ότι τόπος παροχής της εργασίας του είναι η Θήβα, 9) την από 17.12.2002 επιστολή της αναιρεσίβλητης με "απειλητικό" περιεχόμενο και τη με ίδια ημερομηνία απαντητική επιστολή του, 10) την από 21.1.2003 νέα επιστολή της αναιρεσίβλητης και την από 23.1.2003 απαντητική επιστολή του, 11) τις από 23.11.2004 και 1.12.2004 επιστολές της αναιρεσίβλητης, στις οποίες τον απειλεί με απόλυση, 12) την από 3.12.2004 απαντητική επιστολή του, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά ότι προσφέρει τις υπηρεσίες του στο εν λειτουργία υποκατάστημα της Θήβας, που αποτελεί το συμβατικό τόπο παροχής των υπηρεσιών του και 13) την από 21.12.2004 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την αναιρεσίβλητη. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περί πραγμάτων κρίση του, κατέληξε αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τις αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί νόμιμα και όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία, αλλά αντίθετα καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, μερικά, άλλωστε, από τα οποία μνημονεύονται ειδικά στην προσβαλλόμενη απόφαση. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2).