Ξενοδοχειακές εποχιακές επιχειρήσεις - Επαναπρόσληψη προσωπικού Κατά τη διάταξη του ν.1346/83 οι μη συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (εποχιακές), τέτοιες δε είναι εκείνες που λειτουργούν μέχρι εννέα (9) μήνες το χρόνο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν το προσωπικό, το οποίο απασχόλησαν κατά την περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι οι εργαζόμενοι, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής τους οργανώσεως, θα ειδοποιήσουν εγγράφως τον εργοδότη τους, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, ότι επιθυμούν να εργασθούν κατά τη νέα περίοδο. Απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο με την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, η οποία υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας. Α.Π. 14/2024 Πρόεδρος: Η κ. Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη Εισηγητής: Η κ. Μαλαματένια Κουράκου Δικηγόροι: Η κ. Γιολάντα Καραμπούλια - Η κ. Δαφνούλα Χαρίση-Μπίλια Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1346/1983 σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσο όρο τις δύο προηγούμενες περιόδους εργασίας και κατά προτίμηση αυτούς που εργάζονταν κατά την τελευταία περίοδο, η δε επαναπρόσληψη γίνεται σταδιακά, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που ισχύουν με βάση νόμους, διατάγματα, συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις ή κοινές υπουργικές αποφάσεις υπερισχύουν. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 14 της από 4.4.1990 Σ.Σ.Ε. των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της Χώρας, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με την υπ' αριθμ. 13376/1990 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 290/26.4.1990 τ. Β'), το οποίο επαναλαμβάνει η από 30.7.1991, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 16318/1991 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας (ΦΕΚ 931/13.11.1991 τ. Β') και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων (από 8.7.1992, 16.7.1993 και 26.4.1994, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, αντιστοίχως, με τις 15031/1992, 13825/1993 και 13066/1994 αποφάσεις του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β'555/8.9.1992, 795/6.10.1993 και 644/26.8.1994) ορίζεται ότι οι μη συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (εποχιακές), τέτοιες δε είναι εκείνες που λειτουργούν μέχρι εννέα μήνες το χρόνο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν το προσωπικό, το οποίο απασχόλησαν κατά την προηγούμενη περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι οι εργαζόμενοι, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής τους οργανώσεως, θα ειδοποιήσουν εγγράφως τον εργοδότη τους μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ότι επιθυμούν να εργασθούν κατά τη νέα περίοδο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 της πρώτης από τις παραπάνω Σ.Σ.Ε. (από 4.4.1990), το οποίο επαναλαμβάνει η από 30.7.1991 ΣΣΕ και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο με την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, η οποία υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας, συνυπολογιζομένου ως χρόνου εργασίας του συνολικού από την πρόσληψη του εργαζομένου στο ίδιο ξενοδοχείο (ΑΠ 80/2019, ΑΠ 121/2017). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εποχιακής λειτουργίας είναι ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια ότι λύονται μόλις παρέλθει η περίοδος λειτουργίας του ξενοδοχείου. Παρέχεται, όμως, στον εργαζόμενο από το νόμο διαπλαστικό δικαίωμα προαιρέσεως, με την άσκηση του οποίου συντελείται η επαναπρόσληψή του κατά τη νέα περίοδο εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με μονομερή έγγραφη ειδοποίηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, η οποία υποβάλλεται μέσω της οικείας επαγγελματικής οργανώσεώς του, ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά την προσεχή περίοδο. Με μόνη την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εφόσον συντρέξουν οι κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1386/1983 προϋποθέσεις πληρότητας, καταρτίζεται νέα σύμβαση εργασίας για την προσεχή περίοδο (Ολ ΑΠ 14/2000, ΑΠ 121/2017, ΑΠ 455/2013). Επομένως, ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπασχολήσει τον εργαζόμενο κατά τη νέα αυτή περίοδο, διαφορετικά περιέρχεται σε υπερημερία αποδοχής (δανειστή) και οφείλει να καταβάλλει στον εργαζόμενο αποδοχές υπερημερίας (άρθρο 656 ΑΚ). Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται από το σκοπό των ως άνω διατάξεων, ήτοι την "υποχρεωτική" επανασύσταση της εργασιακής σύμβασης. Υπό την αντίθετη εκδοχή, ότι απαιτείται και αποδοχή από τον εργοδότη, χωρίς την οποία δεν επέρχεται κατάρτιση της νέας σύμβασης, ο σκοπός αυτός δεν θα επιτυγχανόταν. Διότι, η άρνηση του εργοδότη θα ματαίωνε την επαναπρόσληψη και δεν θα απέμενε στον εργαζόμενο άλλη δυνατότητα παρά η έγερση αγωγής καταδίκης του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως, λύση χρονοβόρα και δαπανηρή, άρα απρόσφορη. Η περιεχόμενη στις ως άνω Σ.Σ.Ε. φράση: "η πρόσληψη και τα μετά από αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις αρχίζουν από τη στιγμή που ο εργαζόμενος αναλαμβάνει εργασία" δεν αναφέρεται στον τρόπο συνάψεως της νέας συμβάσεως, αλλά διευκρινίζει ότι η μισθοδοσία και οι λοιπές εκατέρωθεν παροχές δεν αρχίζουν πριν από την πραγματική εμφάνιση του εργαζομένου για να απασχοληθεί, η οποία όμως παρέλκει αν ο εργοδότης έχει καταγγείλει στο μεταξύ τη σύμβαση. Το πιο πάνω δικαίωμα επαναπρόσληψης του εργαζομένου μπορεί να καταλύσει ο εργοδότης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση, είτε κατά την περίοδο εργασίας είτε κατά τη νεκρή περίοδο, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Η ανάγκη "καταγγελίας", με καταβολή και της νόμιμης αποζημίωσης, προκειμένου να ματαιωθεί η επαναπρόσληψη του εργαζόμενου, επιβεβαιώνει ότι η επαναπρόσληψή του συντελείται με τη μονομερή άσκηση από αυτόν του δικαιώματός του. Διότι διαφορετικά, αν υπήρχε, δηλαδή, δυνατότητα ματαιώσεως της επαναπρόσληψης με την απλή άρνηση συναίνεσης από τον εργοδότη, η καταγγελία θα ήταν περιττή (Ολ ΑΠ 14/2000). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1620/2022, ΑΠ 477/2022, ΑΠ 9/2022, ΑΠ 957/2020, ΑΠ 319/2017). Από την επισκόπηση κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης απόφασής, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, κρίση του τα εξής: "Η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο με τον διακριτικό τίτλο "Α.", που βρίσκεται στο κέντρο των Αθηνών, επί της οδού Β. αριθμός 9, το οποίο και λειτουργεί εποχιακά, ενώ την εκμετάλλευση του ίδιου ως άνω ξενοδοχείου πριν την 19-7-2000, οπότε και ιδρύθηκε η εναγόμενη εταιρεία, είχε η κοινοπραξία Αθ. Χ.. Ο ενάγων, ο οποίος είναι πτυχιούχος της σχολής τουριστικών επαγγελμάτων, προσλαμβανόταν από το έτος 1994 έως το έτος 2010, αρχικά από την προαναφερθείσα κοινοπραξία και στη συνέχεια από την εναγομένη εταιρεία δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο εν λόγω ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου των παραπάνω ετών, με την ειδικότητα του ξενοδοχοϋπαλλήλου - υπαλλήλου υποδοχής έναντι των νόμιμων αποδοχών. Ειδικότερα, ο ενάγων εργάστηκε κατά τα κάτωθι χρονικά διαστήματα: από 10.04.1994 έως 15.11.1994, από 11.04.1995 έως 05.11.1995, από 01.04.1996 έως 31.10.1996, από 13.04.1997 έως 26.11.1997, από 04.05.1998 έως 31.10.1998, από 16.04.1999 έως 31.10.1999, από 01.04.2000 έως 31.10.2000, από 10.03.2001 έως 31.10.2001, από 23.03.2002 έως 31.10.2002, από 08.04.2003 έως 30.11.2003, από 25.03.2004 έως 30.11.2004, από 01.04.2005 έως 25.11.2005, από 17.03.2006 έως 31.10.2006, από 24.03.2007 έως 31.10.2007, από 02.04.2008 έως 31.10.2008, από 15.04.2009 έως 30.10.2009 και από 01.05.2010 έως 31.10.2010. Περαιτέρω, στις 28.01.2011 ο ενάγων ζήτησε μέσω της οικείας συνδικαλιστικής του οργάνωσης, με την επωνυμία "Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού Τουρισμού Ξενοδοχείων και Συναφών Επαγγελμάτων (νομού Αττικής)", με εμπρόθεσμη αίτησή του, την επαναπρόσληψή του από την εναγομένη με την ίδια ως άνω ειδικότητα και για την επόμενη θερινή περίοδο του έτους 2011. Στην ώς άνω αίτηση του ενάγοντος απάντησε η εναγομένη με την από 30.01.2011 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 17.2.2011, με την οποία του ανέφερε ότι το ξενοδοχείο "Α.", το οποίο εκμεταλλεύεται αυτή δεν πρόκειται να επαναλειτουργήσει την προσεχή τουριστική περίοδο και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να τον επαναπροσλάβει. Όμως από το περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης της εναγομένης δεν συνάγεται σαφώς και κατά τρόπο αναμφίβολο η θέλησή της να λύσει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, ματαιώνοντας το δικαίωμα επαναπρόσληψης του τελευταίου, αντίθετα από την προαναφερθείσα δήλωση προκύπτει η προσωρινή αδυναμία της εναγομένης να αποδεχθεί την εργασία του ενάγοντος κατά την επόμενη θερινή περίοδο λόγω της μη επαναλειτουργίας του ξενοδοχείου της κατά τη διάρκεια αυτής. Επιπροσθέτως η παραπάνω δήλωση δεν ήταν προσχηματική, καθόσον, όπως αποδείχτηκε, το ξενοδοχείο της εναγομένης δεν λειτούργησε κατά τη θερινή περίοδο του έτους 2011, ώστε να θεωρηθεί ότι επήλθε κατ' αυτόν τον τρόπο σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Εξάλλου με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η εναγόμενη σύμφωνα και με το νόμο ουδεμία υποχρέωση είχε να επαναπροσλάβει τον ενάγοντα, αφού το ξενοδοχείο της δεν επαναλειτούργησε και μάλιστα με ορισμένη πληρότητα. Εν όψει των προαναφερθέντων, αφού δεν αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη εκδήλωσε αναμφίβολα τη θέλησή της για λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ούτε συνεπώς η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, δεν δικαιούται ο ενάγων αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τους λόγους της έφεσής του, ενιαία κρινόμενους, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν .Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη έφεση ν' απορριφθεί στο σύνολό της....". Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νομοθετικό πλέγμα των διατάξεων που αναφέρονται παραπάνω και υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σ` αυτές. Ορθά δε εξάρτησε την υποχρέωση της εναγομένης προς επαναπρόσληψη του ενάγοντος από την προϋπόθεση επαναλειτουργίας του ξενοδοχείου, που αυτή εκμεταλλευόταν και την πραγματική δυνατότητα αυτής να τον απασχολήσει κατά την τουριστική περίοδο του επίδικου έτους 2011 και ότι,.η περιεχόμενη, στην από 30.1.2011 προς αυτόν εξώδικη δήλωση, γνωστοποίησή της, ότι δεν δύναται να τον επαναπροσλάβει λόγω μη επαναλειτουργίας του ξενοδοχείου για την ως άνω τουριστική περίοδο, το οποίο πράγματι δεν επαναλειτούργησε, δεν υποδηλώνει καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, εκ της οποίας θα δικαιούτο την προβλεπόμενη από τις προαναφερθείσες ΣΣΕ νόμιμη αποζημίωση, αλλά προσωρινή αδυναμία επαναπρόσληψής του. Όπως δε προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις που ρυθμίζουν τους εποχιακά εργαζόμενους ξενοδοχοϋπαλλήλους, το δικαίωμα επαναπρόσληψης του εργαζόμενου μπορεί να καταλύσει ο εργοδότης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση, είτε κατά την περίοδο εργασίας είτε κατά τη νεκρή περίοδο, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η ανάγκη δε της εν λόγω "καταγγελίας", θεσπίστηκε, προκειμένου, να μην ματαιωθεί η επαναπρόσληψη του εργαζόμενου, που συντελείται με τη μονομερή άσκηση από αυτόν του δικαιώματός του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η επιχείρηση (ξενοδοχείο) θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα, ώστε να τον απασχολήσει. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αναφέρονται αιτιάσεις και επιχειρήματα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 ν.1346/1983 σε συνδυασμό με αυτές των προαναφερομένων ΣΣΕ και Δ.Α., και προσάπτεται ορισμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης, λόγω των ερμηνευτικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από 2 Νοεμβρίου 2019 και με αριθμό κατάθεσης 11953 / 1183 / 13.12.2019 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 3739 / 28.6.2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.