Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και διαβούλευση σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικού επιπέδου (Συμμόρφωση προς την οδηγία 2009/38/ΕΚ/6.5.2009 και Ν. 4052/2012) Απ. Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Πίνακας περιεχομένων Πρόλογος - Διεθνοποίηση των εργασιακών σχέσεων - Αντιμετώπιση των προβλημάτων της διεθνοποιήσεως από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις - Διαβουλεύσεις και ενημέρωση των εργαζομένων σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικού επιπέδου - Συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων - Νομοθετικό πλαίσιο - Αντικείμενο ρυθμίσεως - Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας - Διάκριση μεταξύ "ελέγχουσας" και "ελεγχομένης επιχειρήσεως" - Προσδιορισμός και έννοια της "δεσπόζουσας" (ελέγχουσας) επιχειρήσεως - Η διαδικασία συστάσεως του "Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων" - Αρμοδιότητες της "Ειδικής διαπραγματευτικής Ομάδας" - Η σύναψη συμφωνιών με την Κεντρική διοίκηση - Περιεχόμενο των συμφωνιών - Η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων - Η σύσταση των "Επιτροπών Περιορισμένης Συνθέσεως" και ο ρόλος αυτών - Διαδικασία συνεδριάσεων - Διευκολύνσεις των εκπροσώπων των εργαζομένων - Προστασία κατά των απολύσεων - Ποινικές και διοικητικές κυρώσεις κατά των παραβατών - Βιβλιογραφία. Πρόλογος Στο τεύχος του μηνός Φεβρουαρίου 2019 της ΕΑΕΔ, υπ' αριθ. 622, καταχωρήθηκε μια αξιόλογη συνοπτική μελέτη του Π. Μάμμου που αναφέρεται στη δυναμική των ΣΣΕ σε επίπεδο πολυεθνικών και ομιλικών επιχειρήσεων. Ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων αναφέρεται στην προσπάθεια των εργαζομένων επιχειρήσεων του "ομίλου" με νομική αυτοτέλεια - όχι όμως και πραγματική - να διεκδικήσουν ενιαίες ρυθμίσεις των προβλημάτων τους στα πλαίσια μιας "κοινότητας συμφερόντων" ήτοι δραστηριότητα η οποία κυρίως απαιτεί ενημέρωση και διαβουλεύσεις μεταξύ αφενός των επί μέρους συνδικαλιστικών οργανώσεων και αφετέρου των επιχειρήσεων ομίλου που δραστηριοποιούνται σε κοινοτική ή και διεθνή κλίμακα. Με αφορμή λοιπόν την παραπάνω αρθρογραφία θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής. Στην εποχή μας -αλλά και πιο πριν από αυτήν- η διεθνοποίηση των εργασιακών σχέσεων δεν αποτελεί πλέον κάτι το "καινοφανές" για τα οικονομικά δεδομένα των λαών τα οποία έχουν ξεπεράσει τα περιφερειακά, υπερεθνικά ή διεθνή επίπεδα μετακινούμενα συνεχώς προς τον διεθνή χώρο του κέντρου βαρύτητας των επαγγελματικών οργανώσεων. Συνεπώς τα "τοπικά σύνορα" έχουν χάσει την σημασία που είχαν άλλοτε και αντί για "τείχη" έχουν γίνει γέφυρες επικοινωνίας όχι μόνο στον τομέα των εργασιακών σχέσεων αλλά και σε πλήθος άλλων τομέων της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Επισημαίνεται ότι, η επαφή με τους άλλους λαούς υπήρξε και είναι τόσο απαραίτητη και γόνιμη, γεγονός που οδήγησε κατ' αρχήν στην ίδρυση του γνωστού ειδικού Οργανισμού της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), ο ρόλος της οποίας συνέβαλε και συμβάλλει στην εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων και ειδικότερα των εργασιακών σχέσεων. Το πρώτο επίτευγμα του παραπάνω Οργανισμού υπήρξε η σύναψη διεθνών συμβάσεων, στα πλαίσια των οποίων επιτεύχθηκαν τα πιο σημαντικά θέματα της κοινωνικής πολιτικής και των εργασιακών σχέσεων, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η κοινωνική ασφάλιση, οι σχετικές διατάξεις των οποίων μετά την επικύρωσή τους από τα κράτη - μέλη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος του εθνικού δικαίου και μάλιστα υπερισχύουν σε αντίθετες διατάξεις νόμων. Το προαναφερθέν φαινόμενο "διεθνοποιήσεως" συνεχίσθηκε και στο περιφερειακό επίπεδο με την εμφάνιση διαφόρων "διακρατικών" οργανισμών οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας όπως είναι ο ΟΟΣΑ, η ΕΟΚ. Στους ανωτέρω οργανισμούς, η εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων είναι περισσότερο συχνή και έντονη έναντι του διεθνούς επιπέδου, εξαιτίας του "υπερκρατικού" χαρακτήρος της πολιτικής που ασκείται από ορισμένους περιφερειακούς οργανισμούς. Χαρακτηριστικές είναι οι κοινωνικές κατευθύνσεις της "Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων" η οποία ανέλαβε την προώθηση της στενής συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη - μέλη στον κοινωνικό τομέα, και ιδιαίτερα στα ζητήματα της απασχολήσεως, των συνθηκών εργασίας, του συνδικαλιστικού δικαίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, στις συναντήσεις των οποίων καλούνται οι κατά νόμο εκπρόσωποι των επαγγελματικών οργανώσεων. Σήμερα στον διεθνή χώρο λειτουργούν κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις (τρίτου βαθμού συνήθως) από διάφορες χώρες, οι οποίες έχουν δημιουργήσει "διεθνείς ενώσεις". Στις οργανώσεις αυτές ανήκουν: α) Η "Διεθνής Συνομοσπονδία Ελευθέρων Συνδικάτων" (ΔΣΕΣ) η οποία αποτελείται από οργανώσεις που προέρχονται από πολλές χώρες και στοχεύουν στην αμοιβαία ενημέρωση και υποστήριξη των μελών τους. β) Η "Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία" (ΠΣΟ) γ) Η "Διεθνής Οργάνωση Εργασίας" (ILO) γ) Η UNESCO, δ) Η "Παγκόσμια Συνομοσπονδία Εργασίας" (ΠΣΕ), ε) Η "FAO" και βεβαίως η "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" (ΓΣΕΕ) που είναι μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ελευθέρων Συνδικάτων. Ειδικά στον Ευρωπαϊκό χώρο λειτουργεί η "Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδικάτων" στην οποία μετέχουν ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μελών της έναντι των οργάνων της "Ευρωπαϊκής Ένωσης". Παράλληλα σε επίπεδο "κλαδικής δραστηριότητας" αρκετές κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις διαφόρων χωρών έχουν συστήσει αντίστοιχες "Ενώσεις" για έναν από τους κυριότερους τομείς επαγγελματικής δράσεώς τους. Πρόκειται για τις λεγόμενες "Διεθνείς Επαγγελματικές Γραμματείες" των οποίων η δράση τους γίνεται ιδιαίτερα αισθητή με την ανάπτυξη των πολυεθνικών Εταιρειών. Επισημαίνεται ότι, μερικές από αυτές τις "Γραμματείες" , έχουν τεράστια δύναμη. Τέτοιες ενώσεις είναι α) η "Διεθνής Ομοσπονδία Μετάλλου", β) η "Διεθνής Ομοσπονδία Εργατών Χημικών Βιομηχανιών", γ) η "Διεθνής Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλλήλων" κλπ. Υπόψει ότι, με πρωτοβουλία των διεθνών επαγγελματικών "Γραμματειών" εμφανίσθηκαν εδώ και αρκετά χρόνια συνδικαλιστικές επιτροπές πολυεθνικού χαρακτήρα με σκοπό τον συντονισμό δράσεως των εργαζομένων σε μεγάλες πολυεθνικές Εταιρείες που διαθέτουν υποκαταστήματα σε διάφορες χώρες. Υπενθυμίζεται ότι, η εμφάνιση και η ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων υποχρεώνει τόσο τις διακυβερνητικές όσο και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αναθεωρούν τη στρατηγική τους, προς δε και αυτή την δομική σύσταση και λειτουργία τους. Βέβαια οι εν λόγω (πολυεθνικές) επιχειρήσεις υπόκεινται στο νομικό καθεστώς του κράτους όπου δρουν, πλην όμως δεν πρέπει να παροράται ότι οι σχετικές αποφάσεις τους λαμβάνονται συνήθως έξω από την χώρα και ο συντονισμός δράσεώς τους γίνεται με βάση τα συμφέροντα της Εταιρείας, γεγονός που σημαίνει ότι, οι διεθνείς επαγγελματικές οργανώσεις, δεν είναι συνήθως έτοιμες να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα. Ειδικότερα στον συνδικαλιστικό τομέα, οι επαγγελματικές οργανώσεις δεν είναι σε θέση συνήθως να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στο θέμα των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Αντιθέτως οι διεθνείς επαγγελματικές "Γραμματείες" είναι καλύτερα οπλισμένες για να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Και αυτό για ευνόητους λόγους καθώς περιορίζονται και εστιάζονται στην εκπροσώπηση ενός μόνο επαγγέλματος σ' ένα οικονομικό - βιομηχανικό κλάδο και συνεπώς βρίσκονται πολύ κοντύτερα στα πραγματικά προβλήματα για τα οποία είναι σε πολύ καλύτερη θέση να τα λύσουν. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της διεθνοποιήσεως από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις Όπως είναι γνωστό η συνδικαλιστική δράση εκτείνεται παράλληλα σε τρία επίπεδα, ήτοι στο επίπεδο της επιχειρήσεως στο εθνικό επίπεδο και στο υπερεθνικό. Αυτό σημαίνει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σε όλα τα προαναφερθέντα επίπεδα εντείνουν την δράση τους, σε τομείς όχι μόνο καθαρά επαγγελματικούς, αλλά και σε διεκδικήσεις που αφορούν τον προσανατολισμό της εθνικής οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής, στην προσπάθεια να αντισταθούν και να περιορίσουν την τάση για μεγαλύτερο κρατικό επεμβατισμό σε εθνικό επίπεδο. Στις κυριότερες χώρες της Ευρώπης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις προσπαθούν και ήδη έχουν καταλάβει καίριες θέσεις που δεν τους αναγνωριζόταν παλαιότερα, προς δε και να επιβληθούν ως κύριοι εκπρόσωποι των εργαζομένων, με τους συνδικαλιστικούς πληρεξουσίους που μετέχουν στις προαναφερθείσες διεθνείς και ευρωπαϊκές ενώσεις. Το πρόβλημα που απασχολεί περισσότερο τις παραπάνω οργανώσεις είναι η εξεύρεση λύσεων στα θέματα που θέτουν οι εργασιακές σχέσεις όχι μόνο στο επίπεδο της επιχειρήσεως, όπως είναι η εισαγωγή νέων συστημάτων οργανώσεως της εργασίας ή τελειοποίηση του τεχνολογικού και παραγωγικού μηχανισμού, η συμμετοχή των εργαζομένων στην λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν, αλλά και ευρύτερα σε ζητήματα που αφορούν την άφιξη στην αγορά εργασίας των νέων γενεών και μάλιστα εκείνων που προέρχονται από "τρίτες" χώρες, την καταπολέμηση της ανεργίας, την πολιτική των μισθών και των εισοδημάτων στα πλαίσια μηχανισμών που συνδέονται άμεσα με την πολιτική οικονομικής ανάπτυξης κλπ. Η αντιμετώπιση των παραπάνω ζητημάτων απαιτεί διαδικασίες και θεσμούς πολύπλοκων και πολυσύνθετων σχέσεων και μηχανισμών. Ένας τέτοιος θεσμός είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και όχι μόνο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Υπενθυμίζεται ότι, στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέσα εναρμονίσεως των κοινωνικών συστημάτων που λειτουργούν σαν ένα είδος μικρών επαγγελματικών βουλών, όπου κυβερνητικοί, εργοδοτικοί και εργατικοί εκπρόσωποι συζητούν και διαπραγματεύονται συγκεκριμένα προβλήματα και καταλήγουν σε ψηφίσματα και συστάσεις οι οποίες παρ' ότι έχουν μόνο ηθικό κύρος εν τούτοις ασκούν αναμφισβήτητα επιρροή στη διαμόρφωση των εθνικών συστημάτων εργασιακών σχέσεων. Ένας τέτοιος μηχανισμός και διαδικασία είναι και η σύσταση ιδρύσεως και λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων (ΕΣΕ). Ο ρόλος του "Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων" για την ενημέρωση των εργαζομένων, σύμφωνα με την Οδηγία 2009/38/ΕΚ/6.5.2009 Νομοθετικό πλαίσιο - Αντικείμενο ρυθμίσεως Κατ' αρχήν ανάγκη να υπενθυμισθεί ότι, την συγκρότηση των "Ευρωπαϊκών Συμβουλίων των Εργαζομένων" προέβλεψε το Π.Δ. 40/1997 που εκδόθηκε στα πλαίσια συμμορφώσεως της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου. Σκοπός των παραπάνω διατάξεων - οδηγιών υπήρξε η διασφάλιση του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβουλεύσεις σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κοινοτική κλίμακα. Στη συνέχεια επακολούθησε η υπ' αριθ. 2009/38/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2009, προς τις διατάξεις της οποίας συμμορφώθηκε και εναρμονίστηκε η Ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 4052/2012, κεφ. ΙΒ (ΦΕΚ 41/Α/1.3.2012). Με τις διατάξεις του ισχύοντος ως άνω νομοθετήματος και της προεκτεθείσης "Οδηγίας 2009/38/ΕΚ/6.5.2009" συγκροτείται "Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων" (ΕΣΕ), ή θεσπίζεται διαδικασία σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικού επιπέδου, με σκοπό τη βελτίωση του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβουλεύσεις επί ζητημάτων που τους αφορούν. Η ενημέρωση και οι διαβουλεύσεις γίνονται στο κατάλληλο διευθυντικό επίπεδο εκπροσωπήσεως σε συνδυασμό με το εκάστοτε ανακύπτον θέμα. Τα, υπό διαβούλευση και ενημέρωση, ζητήματα, θεωρούνται ως "διακρατικά" και αφορούν το σύνολο της επιχειρήσεως ή του Ομίλου Επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, ή τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως ή του Ομίλου που δραστηριοποιούνται σε δύο διαφορετικά κράτη - μέλη. (Αρθρ. 49 του Ν. 4052/2012). Πεδίο εφαρμογής Η υποχρέωση συμμορφώσεως και εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων - οδηγιών, αφορά επιχειρήσεις και Ομίλους κοινοτικής κλίμακας. Ως "επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας" θεωρείται κάθε επιχείρηση που απασχολεί κατ' ελάχιστον 1000 εργαζομένους στα κράτη - μέλη και κατ' ελάχιστον 150 εργαζομένους σε κάθε ένα από δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη - μέλη. Ως "Όμιλος επιχειρήσεων" θεωρείται κάθε Όμιλος που περιλαμβάνει "ελέγχουσα" και "ελεγχόμενες" επιχειρήσεις. Ως Όμιλος επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας θεωρείται κάθε Όμιλος που απασχολεί: α) 1000 τουλάχιστον εργαζομένους στα κράτη - μέλη. β) Έχει δύο τουλάχιστον επιχειρήσεις μέλη του Ομίλου σε διαφορετικά κράτη - μέλη και γ) Έχει τουλάχιστον μία επιχείρηση - μέλος του Ομίλου η οποία απασχολεί τουλάχιστον 150 εργαζομένους σε κράτος - μέλος προς δε και μία άλλη επιχείρηση μέλος του Ομίλου που απασχολεί το λιγότερο 150 εργαζομένους σε άλλο κράτος - μέλος (Αρθρ. 51 του Ν. 4052/2012- αρθρ. 2 της Οδηγίας). Η έννοια (προσδιορισμός) της "ελέγχουσας" επιχειρήσεως Την έννοια της "ελέγχουσας" επιχειρήσεως, ήτοι της κυριαρχούσης εκείνης εταιρείας που ασκεί άμεση ή έμμεση επίδραση επί των διοικήσεων των υποκειμένων "τρίτων" εταιρειών, την προσδιορίζει το άρθρο 3 της οδηγίας προς δε και το άρθρο 52 του Ν. 4052/2012. Ως τοιαύτη - δεσπόζουσα - εταιρεία σε επίπεδο "ομίλου" επιχειρήσεων νοείται εκείνη η οποία είτε αμέσως είτε εμμέσως: α) Κατέχει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της ελεγχομένης επιχειρήσεως, β) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της ελεγχομένης επιχειρήσεως, γ) Μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του Δ.Σ., ή του "διευθυντικού" ή του "εποπτικού" οργάνου της επιχειρήσεως. Όταν συντρέχουν περισσότερες των τριών περιπτώσεις σε διαφορετικές επιχειρήσεις ενός ομίλου, τότε ως "δεσπόζουσα" - ελέγχουσα επιχείρηση θεωρείται η εταιρεία εκείνη που μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του Δ.Σ. ή του διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου. Τα δικαιώματα ψήφου και διορισμού που διαθέτει η ελέγχουσα επιχείρηση περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα δικαιώματα των ελεγχομένων εταιρειών, προς δε και οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οργανισμού που ενεργεί με το όνομά του ή για λογαριασμό της ελεγχομένης εταιρείας. Η "δεσπόζουσα" επιρροή στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, δεν τεκμαίρεται μόνο από το ότι το εντεταλμένο πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με την νομοθεσία του κράτους - μέλους σχετικά με την εκκαθάριση, την πτώχευση, την αφερεγγυότητα, την παύση πληρωμών, τον πτωχευτικό συμβιβασμό, ή άλλη ανάλογη διαδικασία. Προκειμένου να χαρακτηρισθεί μία επιχείρηση ως "ελέγχουσα" τότε αυτό κρίνεται στα πλαίσια του δικαίου του κράτους - μέλους που υπάγεται η επιχείρηση. Αν το δίκαιο που διέπει την επιχείρηση δεν είναι το δίκαιο του κράτους – μέλους, τότε το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους - μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο αντιπρόσωπός της ή η κεντρική διοίκηση της εταιρείας του ομίλου που απασχολεί τους περισσότερους εργαζομένους. Η διαδικασία για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Εργαζομένων (ΕΣΕ) Την ευθύνη για τη σύσταση του ΕΣΕ και την καθιέρωση διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους την έχει η "Κεντρική Διοίκηση" της επιχειρήσεως κοινοτικής κλίμακας, ή η "Κεντρική Διοίκηση του Ομίλου" που ασκεί τον έλεγχο επί των επιχειρήσεων της κυριότητός της. Όταν η κεντρική διοίκηση δεν βρίσκεται σε κράτος - μέλος, τότε την ευθύνη έχει ο εκπρόσωπος που ορίζεται από τη Διοίκηση κράτους - μέλους. Εάν πάλι δεν έχει οριστεί τέτοιος εκπρόσωπος, τότε την ευθύνη αυτή την έχει η διοίκηση της επιχειρήσεως του Ομίλου η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε κράτος - μέλος. Οι προαναφερθείσες κατά περίπτωση κεντρικές διοικήσεις είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση και διαβίβαση των απαραιτήτων πληροφοριών στα ενδιαφερόμενα μέρη (αρθρ. 53 - αρθρ. 4 της Οδηγίας). Αν η παραπάνω διαδικασία δεν αρχίσει με πρωτοβουλία της Κεντρικής Διοικήσεως, τότε μπορεί να γίνει μετά από γραπτή αίτηση 100 τουλάχιστον εργαζομένων, ή των εκπροσώπων τους που υπάγονται σε δύο επιχειρήσεις, ή εγκαταστάσεις που δραστηριοποιούνται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη - μέλη. Για την υλοποίηση της παραπάνω διαδικασίας, συγκροτείται "Ειδική Διαπραγματευτική Ομάδα" (ΕΔΟ) της οποίας τα μέλη εκλέγονται ή διορίζονται κατ' αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κάθε κράτος - μέλος από την επιχείρηση ή τον Όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατανέμοντας σε κάθε κράτος - μέλος μία έδρα ανά μερίδα εργαζομένων οι οποίοι απασχολούνται στο κράτος αυτό - μέλος, ίση με το 10% του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των εργαζομένων των κρατών - μελών, ή κλάσμα της συγκεκριμένης μερίδας (αρθ. 54 - και αρθρ. 5, παρ. 1 και 2 της Οδηγίας). Η σύνθεση της ΕΔΟ γνωστοποιείται στην Κεντρ. Διοίκηση και στις αρμόδιες ευρωπαϊκές οργανώσεις. Αρμοδιότητες της Ειδικής Διαπραγματευτικής Ομάδας (ΕΔΟ) Η Ομάδα της ΕΔΟ καθορίζει μαζί με την Κεντρική Διοίκηση, με γραπτή συμφωνία την σύνθεση, το πεδίο δράσεως, τα καθήκοντα και την διάρκεια της θητείας του ή την θητεία των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων (Ε.Σ.Ε.), προς δε και τον τρόπο εφαρμογής της διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση. (Π.Δ. 40/1997 αρθρ. 8 παρ. 1 και Ν. 4052/2012, αρθρ. 55). Όταν πρόκειται περί υπογραφής συμφωνίας, υπεύθυνη για την σύγκληση είναι η Κεντρική Διοίκηση ενημερώνοντας και τις τοπικές διευθύνσεις. Πριν από κάθε συνεδρίαση με την Κεντρική Διοίκηση, η ΕΔΟ έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί και να συνεδριάζει με τα μέλη της χωρίς να είναι απαραίτητη η παρουσία των εκπροσώπων της Κεντρικής Διοικήσεως. Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων, η ΕΔΟ μπορεί να χρησιμοποιεί και εμπειρογνώμονες της επιλογής της, στους οποίους είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται και εκπρόσωποι των αρμοδίων αναγνωρισμένων συνδ. Οργανώσεων κοινοτικού επιπέδου. Ο ρόλος των εμπειρογνωμόνων είναι συμβουλευτικός κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Με πλειοψηφία των 2/3 τουλάχιστον των ψήφων, η ΕΔΟ μπορεί να αρνηθεί την έναρξη των διαπραγματεύσεων ή την μη συνέχιση αυτών κατά την διάρκεια που διεξάγονται, γεγονός που τερματίζει την σύναψη συμφωνίας. Νέο αίτημα συγκλήσεως της ΕΔΟ μπορεί να υποβάλλεται το νωρίτερο δύο έτη από την προαναφερθείσα απόφαση ματαιώσεως της συμφωνίας. Οι δαπάνες για την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων βαρύνουν την κεντρική διοίκηση (αρθρ. 5 της Οδηγίας) Περιεχόμενο των συμφωνιών Περιεχόμενο των ανωτέρω συμφωνιών μπορεί να αποτελέσουν τα παρακάτω θέματα: (αρθρ. 56 και αρθρ. 6 της Οδηγίας) Ο καθορισμός των επιχειρήσεων ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας που αφορά η συγκεκριμένη συμφωνία. Η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων (ΕΣΕ), ο αριθμός των μελών, η κατανομή των εδρών στα πλαίσια μιας ισόρροπης εκπροσωπήσεως των εργαζομένων κατά δραστηριότητα ή κατά κατηγορία, ή φύλο και βέβαια η διάρκεια της θητείας των μελών. Τα καθήκοντα του ΕΣΕ, την ακολουθητέα διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους αντίστοιχους εργοδοτικούς φορείς. Ο τόπος, η συχνότητα και η διάρκεια των συνεδριάσεων του ΕΣΕ. Η σύνθεση, η διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και ενδεχομένως οι κανόνες λειτουργίας της "Επιτροπής περιορισμένης συνθέσεως". Οι οικονομικοί πόροι και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ΕΣΕ. Η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας, η διάρκειά της, οι όροι με τους οποίους επιτρέπεται η τροποποίηση ή η καταγγελία της συμφωνίας, ή η τυχόν επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Υπόψει πάντως ότι, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1,5,6,8 και 10 παρ. 2 του ΠΔ 40/97, προς δε και τις αντίστοιχες του άρθρου 56, παρ. 3 του Ν.4052/2012, αλλά και της οδηγίας 94/45/ΕΚ, προκύπτει ότι υφίσταται η δυνατότητα αντί για συγκρότηση της Επιτροπής Συμβουλίου Εργαζομένων να θεσμοθετηθεί μία άλλη διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους. Το ζήτημα αυτό από τη νομική του πλευρά είναι ισότιμο. Άλλωστε, είτε συσταθεί ΕΣΕ είτε θεσμοθετηθεί μια άλλη διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, τα σχετικά δικαιώματα και οι αρμοδιότητες που παρέχονται στους αντιπροσώπους των εργαζομένων δεν υπερβαίνουν το επίπεδο της ενημερώσεως και διαβουλεύσεως. Τέλος, προβλέπεται ότι η σχετική συμφωνία πρέπει να περιέχει όρο (διαδικασία) βάσει της οποίας οι εκπρόσωποι των εργαζομένων θα έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις σχετικές με πληροφορίες που τους ανακοινώνονται. Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Αρθρ. 58 - και παράρτημα της Οδηγίας) Ποιες θεωρούνται αναγνωρισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις Οι σχετικές, περί συστάσεως του ΕΣΕ διατάξεις, αναφέρονται στην εκλογή, ή τον διορισμό των "εκπροσώπων" των εργαζομένων στα παραπάνω Συμβούλια. Ως "εκπρόσωποι" νοούνται κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του Ν.4052/2012 και του άρθρου 2 της οδηγίας τα πρόσωπα που εκλέγονται από τις αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και ελλείψει αυτών από τα “Συμβούλια των Εργαζομένων του Ν.1767/1988. "Εκπρόσωποι" επίσης νοούνται και εκείνοι που εκλέγονται - με άμεση εκλογή - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.1264/82. Η έννοια της εκπροσωπευτικότητος στο ελληνικό δίκαιο και την νομοθεσία, συγκεκριμενοποιήθηκε με ειδικές περιοριστικές διατάξεις, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η υπεροχή ικανότητας εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στις οργανώσεις εκείνες που υπερτερούν σε αριθμό μελών - εργαζομένων, έναντι των τυχόν τρίτων άλλων οργανώσεων, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις "τάξεως" και "ενιαίας" ρυθμίσεως στον χώρο των εργασιακών σχέσεων. Έτσι καθιερώθηκε στο ισχύον δίκαιο η έννοια και ο προσδιορισμός της "πλέον αντιπροσωπευτικής" συνδ. οργανώσεως που στηρίζεται στην αριθμητική δύναμη των μελών του κάθε σωματείου που ψήφισε στις τελευταίες εκλογές κατά την ανάδειξη της διοικήσεως της συνδ. οργανώσεως. Ο θεσμός αυτός πλαισιώθηκε, κατά καιρούς, με πλείστες νομοθετικές διατάξεις, η κυριότερη και ισχύουσα εξ όλων αυτών είναι η, του άρθρου 6 παρ. 19 του Ν.1876/90. Υπόψει επίσης ότι και στον διεθνή χώρο του δικαίου έχει κριθεί ότι η παραχώρηση ορισμένων σημαντικών δικαιωμάτων στις "πλέον αντιπροσωπευτικές" οργανώσεις, δεν είναι ασυμβίβαστη με τη διεθνή σύμβαση 98/49. Γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, η εκλογή των "εκπροσώπων" τόσο στα όργανα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων όσο και των "Ειδικών Διαπραγματευτικών Ομάδων" θα πρέπει να γίνεται από τις προαναφερθείσες αναγνωρισμένες κατά νόμο συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων Τα ζητήματα της συνθέσεως του ΕΣΕ καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 59 του Ν.4052/2012, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι, παρ. 1γ, δ και ε της οδηγίας 2009/38/ΕΚ. Σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις και οδηγίες, τα μέλη του ΕΣΕ εκλέγονται ή διορίζονται κατ' αναλογία προς τον αριθμό εργαζομένων που απασχολούνται σε κάθε κράτος - μέλος από την επιχείρηση, ή από τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας. Η κατανομή για κάθε κράτος - μέλος είναι: Μία έδρα ανά μερίδα εργαζομένων που απασχολούνται στο κράτος - μέλος, ίση με το 10% του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών - μελών, ή σχετικό κλάσμα. Για να εξασφαλισθεί ο ορθός συντονισμός των δραστηριοτήτων του ΕΣΕ, μπορεί το εν λόγω Συμβούλιο να εκλέγει μεταξύ των μελών του, και "Επιτροπή Περιορισμένης Σύνθεσης" ήτοι ενός περισσότερου ευέλικτου οργάνου, που αριθμεί πέντε (5) το πολύ μέλη, έναντι των τριών που προέβλεπε το Π.Δ. 40/1997, αρθρ. 15, παρ. 1. Αρμοδιότητες του ΕΣΕ Τις αρμοδιότητες του ανωτέρω οργάνου τις καθορίζει η προεκτεθείσα οδηγία 2009/38/ΕΚ, παρ. 2 και 3, η οποία ενσωματώθηκε στον Ν. 4052/2012, αρθρ. 60. Το ΕΣΕ κατ' αρχή καταρτίζει τον εσωτερικό του κανονισμό, κύριο στοιχείο του οποίου αποτελεί η ενημέρωση και η διαβούλευση των εργαζομένων με τους αρμόδιους εργοδοτικούς φορείς. Το ΕΣΕ δικαιούται να συνέρχεται μία φορά τον χρόνο με την Κεντρική Διοίκηση, προκειμένου να ενημερώνεται και να ζητείται η γνώμη του με βάση την έκθεση της Κεντρικής Διοικήσεως. Αντικείμενο της συνεδριάσεως αποτελούν κυρίως η δομή της επιχειρήσεως, ή του Ομίλου, η χρηματοοικονομική κατάσταση, η εξέλιξη της απασχολήσεως, οι επενδύσεις, η παραγωγή και οι πωλήσεις, οι συγχωνεύσεις, η παύση λειτουργίας επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, οι ομαδικές απολύσεις, οι σημαντικές οργανωτικές ή διαρθρωτικές αλλαγές, η εισαγωγή νέων μεθόδων εργασίας ή νέων διαδικασιών παραγωγής και λοιπών συναφών ζητημάτων. Υπάρχει ακόμη και η δυνατότητα εκτάκτων συναντήσεων που προκύπτουν από εξαιρετικές περιπτώσεις που επηρεάζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων, ιδίως όταν εμφανίζονται ανάγκες μετεγκαταστάσεως ή παύσεως της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Οι έκτακτες αυτές συναντήσεις, που πρέπει να συγκαλούνται το ταχύτερο δυνατό, δηλαδή πριν από την λήψη δυσμενών εργοδοτικών αποφάσεων, γίνονται με τις "Επιτροπές Περιορισμένης Συνθέσεως". Στις εν λόγω "Επιτροπές", δίδεται το δικαίωμα, μετά από αίτησή τους να συνεδριάζουν με την Κεντρική Διοίκηση, ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να εκφρασθεί η γνώμη τους. Στις ανωτέρω συνεδριάσεις που διεξάγονται με την Επιτροπή Περιορισμένης Συνθέσεως, δικαιούνται να μετέχουν και μέλη του ΕΣΕ. Οι συνεδριάσεις αυτές γίνονται με βάση την έκθεση που καταρτίζει η Κεντρική Διοίκηση ή οποιοδήποτε άλλο όργανο διοικητικού επιπέδου. Τέλος το άρθρο 63 του Ν. 4052/2012 και το άρθρο 9 της Οδηγίας, συνιστά στα μέρη (ΕΣΕ και την Κεντρική Διοίκηση) ότι η διεξαγωγή των διαβουλεύσεων πρέπει να γίνεται με πνεύμα καλής πίστεως. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της Κεντρικής Διοικήσεως και των Εκπροσώπων των Εργαζομένων σε ζητήματα που αφορούν την σύνθεση του ΕΣΕ, τον αριθμό των μελών, τα καθήκοντα του ΕΣΕ κλπ. τότε στις συνεδριάσεις ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, προεδρεύει εκπρόσωπος των εργαζομένων. Οι δαπάνες λειτουργίας του ΕΣΕ και της Επιτροπής Περιορισμένης Συνθέσεως, προς δε και του τυχόν κληθέντος εμπειρογνώμονα, βαρύνουν την Κεντρική Διοίκηση, η οποία παρέχει στα μέλη των παραπάνω οργάνων τους, οικονομικούς πόρους και τα απαιτούμενα υλικά μέσα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Γενικότερα η Κεντρική Διοίκηση αναλαμβάνει - εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά - τα έξοδα διοργανώσεως των συνεδριάσεων προς δε και τα τοιαύτα διαμονής και διακινήσεως των μελών (αρθρ. 61 του Ν. 4052/2012 και του παραρτήματος 4,5 και 6 της Οδηγίας). Τα μέλη της ΕΔΟ και τα αντίστοιχα του ΕΣΕ, προς δε και οι παραστάντες εμπειρογνώμονες δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν σε τρίτους, εμπιστευτικές πληροφορίες (Άρθρ. 62 του Ν. 4052/2012 και του άρθρου 8, παρ. 1 της Οδηγίας). Διευκολύνσεις των εκπροσώπων των εργαζομένων (Αρθρ. 64 του Ν. 4052/2012 και του άρθρου 10 της Οδηγίας) Προστασία κατά των απολύσεων Στα μέλη της Ομάδας (ΕΔΟ) και στα αντίστοιχα του ΕΣΕ και γενικότερα στους εκπροσώπους των εργαζομένων που ασκούν καθήκοντα ενημερώσεως και διαβουλεύσεων, παρέχεται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η προστασία του Ν. 1767/88. Ειδικότερα, στους παραπάνω εκπροσώπους χορηγείται η άδεια με αποδοχές για τον χρόνο συμμετοχής τους στις προεκτεθείσες συνεδριάσεις, υποχρεουμένων των ανωτέρω να προσκομίσουν στον οικείο εργοδότη τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Στα μέλη του ΕΣΕ χορηγείται άδεια με αποδοχές μέχρι δύο (2) ώρες την εβδομάδα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15 ημέρες συνολικά τον χρόνο. Επισημαίνεται ότι, τα προαναφερθέντα μέλη, απολαμβάνουν την ειδική προστασία κατά των απολύσεων των συνδικαλιστικών στελεχών (Άρθρ. 9 παρ. 1 του Ν. 1767/88, του αρθρ. 20, παρ. 1 του ΠΔ 40/97 και του άρθρου 10 της Οδηγίας). Ποινικές και διοικητικές κυρώσεις στους παραβάτες του Ν. 4052/2012 (Άρθρ. 73) Οι εργοδότες και οι εκπρόσωποι αυτών που προβαίνουν σε πράξεις ή παραλείψεις με σκοπό να παρακωλύσουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, τιμωρούνται: α) Με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 1338/83, του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984 και β) Με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων των άρθρων 23 και 24 του Ν. 3996/2011. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων αρμόδια είναι τα όργανα του ΣΕΠΕ. Υπόψει τέλος ότι, οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα υπό το προεκτεθέν καθεστώς οφείλουν να γνωστοποιούν εγγράφως στο ΣΕΠΕ τον αριθμό των εργαζομένων και των εκπροσώπων αυτών. Σχετική Βιβλιογραφία Γ. Σπυροπούλου "Πολυεθνικές και Διεθνείς Εργασιακές σχέσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο" Ν. Βαλτικού "Το διεθνές εργατικό δίκαιο, ως στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα" Α.Καρακατσάνη “Προβλήματα ισορροπίας στο συλλογικό εργατικό δίκαιο” Γ. Λεβέντη "Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο" Γ. Ληξουριώτη "Ο κοινωνικός χάρτης του Συμβουλίου της Ευρώπης" Δ. Καλομοίρη "Οι Εργατικοί αγώνες κατά το δίκαιο των χωρών της ΕΟΚ" Ι. Κουκιάδη "Το Εργατικό δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα" Χρ. Δεληγιάννη - Δημητράκου "Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και τους ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας" Α. Μετζητάκου "Συλλογικαί διαφοραί εργασίας και εργατικοί αγώνες"